United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α! όχι, δεν μας αγαπά·το έμφυτον δεν τόχει, κι' ο τρυποφράκτης ο μικρός, μικρότερος απ' όλα τ' άλλα πουλάκια, πολεμά κι' αυτός την κουκουβάγια ανίσως κ' έχει τα μικρά εις την φωληά του μέσα!... φόβος τα πάντα· τίποτε δεν 'ζύγισ' η αγάπη· κ' η γνώσις ολιγώτερoν· διότι το να φύγη δεν ήτο γνώσις βέβαια! ΡΩΣ Καλή μου εξαδέλφη, κυβέρνησε την λύπην σου.

Και της άλλες μέρες, καθώς συνέβη ν' αφήση ο Βασιληάς το Τινταγκέλ για να πάη στης δίκες του Σαιν-Λουβέν, ο Τριστάνος ξαναγύρισε στου Όρρι, και τόλμησε κάθε πρωίμε τον ήλιο! — να γλυστράη από τον κήπο ως της αίθουσες των γυναικών. Ένας σκλάβος τον έπιασε, κ' έτρεξε να βρη τον Αντρέ, τον Ντενοαλέν, και τον Γκοντοΐν. «Άρχοντες, το θερίο που το νομίζετε μακρυά ξαναγύρισε στη φωληά. — Ποιος;

Την ωρισμένη μέρα μόνος μέσ' το δωμάτιο του τους περίμενε νάλθουν, και συλλογιζότανε θλιμμένος: «Πού να βρω λοιπόν κάποια βασιλοπούλα πάρα πολύ μακρυνή, ώστε να υποκριθώ, μα μονάχα να υποκριθώ, πως τη θέλω για γυναίκαΕκείνη τη στιγμή από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε προς τη θάλασσα, δυο χελιδόνια πούχτιζαν τη φωληά τους, μπήκαν μέσα και εμαλώνανε. Έπειτα τρομαγμένα ξαφνικά, έγιναν άφαντα.

Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια!

Α! ξεύρω με τι! Είχε δεμένην η Φωτεινή την πλεξούδαν της με μιαν ωραίαν κορδέλλα τριανταφυλλιάν· προχθές της την είχεν αγοράσει η μητέρα της, όταν την επήρεν εις το πανηγύρι· και πόσον είχε καμαρώσει η μικρά, όταν έδεσε με αυτήν τα μαλλιά της! Τώρα όμως συλλογίζεται... — Τα πουλάκια δεν έχουν φωληά, ας οικονομηθώ εγώ και χωρίς κορδέλλα . . .

Κλεισμένοςτο χαρέμι Τ' ακούει ο Σουλτάν Μαχμούτ και ρυάζεται και τρέμει, Και τα πυκνά τα γένεια του τινάζει με λαχτάρα. Φωτιά, προστάζει και σφαγή και γύμνια και τρομάρα! Φεύγουν οι δόλιοι χριστιανοί πώς φεύγουν τα πουλιά, Όταν θολούρα τα βαρεί αλάργα απ' τη φωληά, Και μέσ' 'ςερμιαίς βαθειαίς γυρνούν και κρύβονται 'ςτά βράχια. Οι κάμποι μένουν έρημοι, καίγονται χόρτα αστάχυα.

Ευτυχής τώρα εξακολουθεί τον δρόμον της. — Τι καλά, συλλογίζεται, όταν έλθη η μητέρα των, δεν θα εύρη τα παιδάκια της σκορπισμένα, θα τα εύρη σε ζεστή μέσα φωληά. Το δειλινό επείνασε πάλιν και έβγαλεν από την τσέπην της το ολίγο ψωμί που της έμεινεν, αλλ' ενώ έτρωγε, παρατηρεί σε μία μεγάλην πέτραν δεμένο μ' ένα χονδρό σχοινί ένα αρνάκι. Ω! το δυστυχισμένο ζώον! είπε.

Εκεί που συχνοέρχεται να κάμη την φωληά του, είναι συνήθως καθαρός κ' ευώδης ο αέρας . ΔΩΓΚΑΝ Ιδού και η αρχόντισσα! Κυρία, καλώς σ' ηύρα. Μας είναι βάρος κάποτε η φορτική φιλία αν κ' είμεθα ευγνώμονεςτο δείγμα της φιλίας, ώστε αν τώρα σ' ενοχλώ, εύχεσαι μολοντούτο να μου πληρώση ο Θεός τον κόπον οπού παίρνεις, και μου υποχρεόνεσαι διότι σου τον δίδω.

Και τότε, όσον και αν είναι περιορισμένος διατηρεί πάντα εις την καρδίαν το γλυκύ αίσθημα της ελευθερίας και το ότι δύναται ν' αφήση αυτήν την φυλακήν, όταν θέλη. 26 Μαΐου. Γνωρίζεις προ πολλού τον τρόπον μου, του να ακουμπώ εις κανένα ευχάριστον μέρος να κάμνω τη μικρή μου φωληά, και εκεί με όλον τον περιορισμόν να περνώ. Τοιουτοτρόπως και εδώ ευρήκα πάλιν μίαν γωνίαν, που με εμάγευσε.