United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Την παρθενιάν ωρκίσθηκε να μη την παραιτήση; ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι· κ' η φιλαργυρία της είναι φρικτή σπατάλη. Διά να μένη αυστηρήτα τρυφερά της κάλλη, κανένας δεν θα γεννηθή να τα κληρονομήση·την ευμορφιάν της γνωστική, 'ς την γνώσιν της ωραία κερδίζει τον παράδεισον, διότι μ' απελπίζει. Ετάχθη να μην αγαπά· και δι’ αυτό το τάγμα, αποθαμμένος ζω εγώ, που ζω και σε τα λέγω.

Ετούτη η εξομολόγησις που του έκαμα τον υποχρέωσε κατά πολλά, και έπιασε το χέρι μου και το εφίλησε με τρυφερότητα, και μου έκαμεν όρκον πως πολλά εγκαρδιακά με αγαπά· και με εστεφανώθη την ιδίαν ημέραν, και έγιναν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν διά μίαν εβδομάδα ολόκληρον, και πριν να τελειώσουν οι χαρές έστειλε ταχυδρόμους, καθώς μου έταξε, προς τον Μωβαβάκ.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Κύριοί μου, συχνά διά σας έκαμε λόγον· ουδ' άλλους δύο 'σάν εσάς ο κόσμος έχει, 'πού εκείνος τόσο ν' αγαπά· και αν να δειχθήτε θελήσετεεμάς καλόγνωμοι και φίλοι, ώστε ολίγον καιρόν να χάσετε κοντά μας, και φως με σας εις ταις ελπίδες μας να ιδούμε, διά την επίσκεψιν αυτήν θα 'χετε χάρες, όπως βασιλική ταις δίδει ευγνωμοσύνη.

Λέγεις ότι πρέπει να ηξεύρη τις να αγαπά· και εγώ ήξευρα να ομιλήσω περί έρωτος εις την Λίγειαν, αλλά τώρα αποθνήσκω εκ λύπης. Περιμένω ανυπομόνως τον Χίλωνα και η οικία μου είναι ανυπόφορος. Υγίαινε». Ο Χίλων επί πολύν χρόνον δεν εφάνη, ούτως ώστε ο Βινίκιος δεν ήξευρε πλέον τι να υποθέση.

Αυτός ήλθεν έμπροσθεν του Βινικίου και τω είπε: — Λέγεις ότι η Λίγεια σε αγαπά· δυνατόν, αλλά τι ωφελεί έρως εν αποχή; Τούτο δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάτι τι ισχυρότερον τούτου; Όχι, αγαπητέ μου, η Λίγεια δεν είνε Ευνίκη. — Όλα είναι μία βάσανος, απήντησεν ο Βινίκιος.

Τι είπαν; — Είπαν όλα, όσα συνηθίζουν οι άνθρωποι να λέγουν εις τοιαύτας περιστάσεις, όταν έρχωνται να ζητήσουν εις γάμον: Την αγαπώ και με αγαπά· Και εκεί που είναι εδώ γάλα μέσα 'στον κάδο για ένα, είναι και για δυο!» — Αλλά για σένα είναι πολύ υψηλά!, είπεν ο μυλωθρός, «κάθεται επάνω σε σιμιγδάλι, σε χρυσοσιμίγδαλο, καθώς ξέρεις· δεν μπορείς να την φθάσης.» — Τίποτε δεν κάθεται τόσον υψηλά!

Ετούτη, ω φίλε μου, είνε η ιστορία μου· δεν ηθέλησα να σου την διηγηθώ εμπροσθήτερα, φοβουμένη να μη λάβης αντίρρησιν εις το να μου φέρης εδώ τον εχθρόν μου· δεν το πιστεύω που να μη μου δώσης δίκαιον διά την δικαίαν μου εκδίκησιν και με όλον που εσύ φαίνεται να είσαι έχθρός των σκληροκαρδίων, πρέπει να με επαινέσης εις την ανδρείαν, που έλαβα διά να θυσιάσω εκείνον τον σκληροκάρδιον και επίβουλον· αύριον το ταχύ, ακολούθησεν αυτή, θέλωμεν υπάγει αντάμα εις το σαράγι· ο πατέρας μου ο βασιλεύς πολλά τρυφερά με αγαπά· θέλω του εξομολογηθή το σφάλμα μου, και ελπίζω πως θέλει μου το συγχωρήσει, και εσένα σου τάζω πως θέλει σου κάμει μεγάλα δώρα, και σου δώση και πολλές αξίες διά την περιποίησιν που μου έκαμες.

Η Ποππέα δεν με αγαπά· είναι ανίκανος να αγαπήση τινά και αι ιδιοτροπίαι της προέρχονται μόνον από την οργήν της κατά του Καίσαρος. »Την στιγμήν της αναχωρήσεώς μου, ο Πέτρος μου είχεν είπη να μη φοβούμαι τον Καίσαρα, διότι ούτε μία τρίχα εκ της κεφαλής μου δεν θα πέση, και έχω πίστιν εις αυτόν.

Ούτος αν και ηγάπα τον νέον όχι ολιγώτερον από κάθε άλλον, είχε πείσει αυτόν ότι δεν τον αγαπά· και κάποτε ζητών την εύνοιάν του προσεπάθει να τον πείση τούτο ακριβώς, ότι πρέπει να χαρίζεται εις τον μη ερώντα μάλλον παρά εις τον ερώντα και του εξήγει ως εξής τους λόγους.

Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ.