United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν, και ηξεύροντας καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν χίλιες φορές την εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου.

Και με την φοβεράν πληγήν εις τας ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας.

Πλησιάσαντες ο οι Αθηναίοι διά δέκα μεν πλοίων και δισχιλίων Μιλησίων οπλιτών κατέλαβαν την παραθαλασσίαν πόλιν Σκάνδειαν, μετά του υπολοίπου δε στρατού αποβάντες εις τα παρά τον Μαλέαν μέρη της νήσου επροχώρησαν κατά της παραθαλασσίας πόλεως των Κυθηρίων και ευρέθησαν ευθύς στρατοπεδευμένοι έξω των τειχών.

Αν εγράφετο εις τοιούτον ύφος το βιβλίον, ήθελον πιθανώς το εύρει ηθικώτατον οι συνάδελφοί σας, αλλ' εγώ, κ. εκδότα, ήθελα το στείλει εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν, διότι ούτε τας γλυκανόστους φράσεις ούτε το εγκώμιον της κακοηθείας κατορθώνω να χωνεύσω• και διά τούτο ίσως με ωνόμασαν μισάνθρωπον οι Αγρινιώται.

Επέρασεν ολόκληρος ο Μάρτιος, ήλθε και το Πάσχα, παρήλθεν ο Απρίλιος, και η Πολύμνια δεν εξήλθε πλέον εις περίπατον προς την παραθαλασσίαν του ναυπηγείου. Εις μάτην έτρεχες τακτικά κάθε πρωίαν κ' εσπέραν εις την αμμουδιάν εκείνην.

Και λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα νησί.

Παραπλέοντες την Σικελίαν αριστερά, το μέρος το προς τον Τυρρηνικόν κόλπον, προσήγγισαν εις την Ιμέραν, η οποία κατά το μέρος τούτο είναι η μόνη ελληνική πόλις της Σικελίας. Επειδή όμως δεν εδέχθησαν αυτούς, εξηκολούθησαν παραπλέοντες· και κατά τον πλουν πλησίον της παραλίας εκυρίευσαν τα Ύκκαρα, μικράν πόλιν Σικανικήν, εχθράν των Εγεσταίων και παραθαλασσίαν.

Αλλ' οι Μεσσήνιοι, οίτινες παραπορευόμενοι την παραθαλασσίαν είχον σπεύσει εις βοήθειαν, εισήλθαν ένοπλοι εις την θάλασσαν, και αναβάντες εις τα ρυμουλκούμενα εκείνα πλοία επολέμησαν από των καταστρωμάτων και τα απέσπασαν από τον εχθρόν, ενώ τα έσυρον ήδη.

Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη.

Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ.