United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' είχαν τριγύρω στο νεκρό πολλά μπηχτεί κοντάρια, πολλές σαΐτες φτερωτές δοξαροτιναγμένες, και τις ασπίδες έκροσγαν πολλά χοντρά κοτρώνια, σαν πολεμούσαν κύκλω του. Κι' ο ξακουστός Κεβριόνης 775 κοίτουνταν μες στον κουρνιαχνό μακρύς εδώ κι' ως πέρα με δίχως πια μιαλό και νου για αμαξοσύνες κι' άτια.

Ο ντον Πρέντου απάντησε με ένα περιφρονητικό νεύμα της κεφαλής, από κάτω προς τα επάνω, καταδέχτηκε όμως να στήσει αυτί για ν’ ακούσει τι αγόραζε ο υπηρέτης. «Δώσε μου ένα σκούφο, Αντόνι Φραντσί, αλλά να είναι μακρύς και όχι σκοροφαγωμένος….» «Δεν τον πήρα δα και από το σπίτι των κυράδων σου», απάντησε ο κακόγλωσσος Μιλέζος.

Κανείς δεν το ξαίρει ακόμα αυτό το δυστύχημα· βρέθηκα μονάχη μου εδώ μέσα. Έπεσε απάνω στα χέρια μου. Να, κοιτάχτε τον πώς είνε ξαπλωμένος μακρύς πλατύς στην πολυθρόνα. ΜΠΕΛΙΝΑ Δόξα σοι ο Θεός! Εγλύτωσα πεια απ' αυτό το βάρος. Τι βλάκας που είσαι, Τουανέττα, να λυπάσαι έτσι για ένα τέτοιο θάνατο! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ενόμιζα, κυρία μου, πως έπρεπε να κλαίω. ΜΠΕΛΙΝΑ Πάψε, πάψε, δεν αξίζει τον κόπο.

Μα εγώ μου τόπε μου η καρδιά να πάω ναν τον χτυπήσω απ' αψηφιά μου ... είμουν μαθές πιο νιος στα χρόνια απ' όλους. Και βγήκα εγώ, και μούδωσε νίκη τρανή η Παλλάδα. Άλλο άντρα εγώ δε σκότωσα πιο δυνατό ή μεγάλο, 155 τι εδώ κι' ως πέρα κοίτουνταν μακρύς ξεκαρφωμένος. Νιος έτσι ακόμα ας είμουνα, τα κότσα ας μου βαστούσαν! δε θ' άργιε τότε ο Έχτορας να δει κοντάρι ομπρός του.

Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

Ένα βράδυ άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με εκείνο το έντρομο βλέμμα του που της προκαλούσε τόση λύπη και ψιθύρισε σχεδόν χωρίς φωνή πια: «Είναι μακρύς, ντόνα Έστερ μου! Πρέπει να κάνουμε υπομονή.» «Ποιος είναι μακρύς, Έφις;» «Ο δρόμος… Πού να φτάσουμε στο τέρμαΤου φαινόταν πράγματι ότι περπατούσε συνέχεια.

Κατοικεί εις τον πύργον, ενώ εγώ κατοικώ εις το κουτί, και με άλλους εικοσιτέσσαρας μαζή! Δεν χωρεί και αυτή εις το κουτί. Αλλά θα πασχίσω να κάμω την γνωριμίαν της. Και εξηπλώθη μακρύς πλατύς οπίσω από μίαν ταμβακοθήκην, η οποία ήτο επάνω εις την τράπεζαν. Απ' εκεί έβλεπε με την ησυχίαν του την νόστιμην νέαν, η οποία έστεκεν ολονέν εις το έν της ποδάρι, χωρίς να φαίνεται ότι κουράζεται.

Τώρα κοντά ένας μακρύς και με 'ψηλό καπέλο με χαμογέλοιο με κυττά, κι' όπου με 'δη με χαιρετά, χωρίς εγώ να θέλω. Ποιος νάναι; λέγω, και μ' αυτόν τη μνήμη μου σκοτίζω· και με κυττά και τον κυττώ, και χαιρετά και χαιρετώ, χωρίς να τον γνωρίζω. Μην ήναι μύωψ· σαν κι' εμέ κι' ευρίσκεται σ' απάτη; μην ήμαστε συμμαθηταί; μήπως εφάγαμε ποτέ μαζί ψωμί κι' αλάτι;

Είπε, κι' εκείνον καταχνιά σκεπάζει μάβρης νύχτας, και στάχτη αρπάζει με τις διο τις χούφτες, και τη ρήχνει στην κεφαλή ασκημίζοντας την όψη την πανώρια· κι' η στάχτη γύρω κάθουνταν στ' αφρόφαντο του ρούχο. 25 Και στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες ξαπλωμένος, και σπούσε χάμου, ρήμαζε, την κόμη με τα χέρια.

Δεν ημπόρεσα όμως διά πολλές ώρες να κλείσω μάτι· η θυγατέρα του Μουφάκ εσύγχυζε μεγάλως τες αίσθησές μου· η χαριεστάτη εικόνα της μου ήτον καρφωμένη εις τον νουν μου, και ούτως έπασχα όλες εκείνες τες ώρες χωρίς ανάπαυσιν· μα τέλος πάντων άρχισα να αποκοιμηθώ ολίγον, και ο ύπνος μου δεν εστάθη πολλά μακρύς, επειδή και εστάθηκα υποχρεωμένος διά να εξυπνήσω ευθύς από μίαν μεγάλην σύγχυσιν που ηκούετο εις τον τάφον.