United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ενώ περπατούσα, γύρισα άξαφνα πίσω και κει είδα το άσπρο καπέλο της γυναικός μου και το παρδαλό φόρεμά της να παρουσιάζουνται ανάμεσα από τα θάμνα των γιασεμιών. Και την ίδια στιγμή άκουσα, τη φωνή του Σβεν. Χαμογελώντας γύρισα και τον είδα κρεμασμένον στο λαιμό της μητέρας του μ' ένα ξέσπασμα τρυφερότητας. Της φώναξα, μα ο μικρός αδερφός δεν την άφινε.

Τώρα κοντά ένας μακρύς και με 'ψηλό καπέλο με χαμογέλοιο με κυττά, κι' όπου με 'δη με χαιρετά, χωρίς εγώ να θέλω. Ποιος νάναι; λέγω, και μ' αυτόν τη μνήμη μου σκοτίζω· και με κυττά και τον κυττώ, και χαιρετά και χαιρετώ, χωρίς να τον γνωρίζω. Μην ήναι μύωψ· σαν κι' εμέ κι' ευρίσκεται σ' απάτη; μην ήμαστε συμμαθηταί; μήπως εφάγαμε ποτέ μαζί ψωμί κι' αλάτι;

Ακόμη και η γυναίκα με τα γλυκά έκλεισε τα κουτιά της που απόμειναν γεμάτα και αγανακτισμένη άρχισε να μιλά με τους ζητιάνους. «Δεν άξιζε τον κόπο που κάναμε τόσο δρόμο! Γιορτή της συμφοράς, αδέλφια μου!» «Δεν τα βγάζουμε πια πέρα», είπε ο γέρος, άδειασε τα κέρματα σ’ ένα μαντήλι και ξαναέβαλε το καπέλο στο κεφάλι.

Ο Έφις ένοιωθε οργή γι’ αυτή την απάτη και, όταν τα νομίσματα έπεφταν στο καπέλο του συντρόφου του, κοκκίνιζε γιατί του φαινόταν ότι κορόιδευε κι εκείνος τους σπλαχνικούς. Και τα κέρματα έπεφταν, έπεφταν. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπήρχαν τόσοι φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι στον κόσμο.

Ήταν ο δικαστικός κλητήρας, ένας αστός αδύνατος με μαυριδερό πρόσωπο από τα γένια του που δεν τα είχε ξυρίσει εδώ και οχτώ μέρες. Κρατούσε ένα μακρύ χαρτί διπλωμένο στα δυο. Ανασήκωσε το πρασινωπό σκληρό καπέλο του από το φαλακρό του κεφάλι, κοίταξε τη Νοέμι και είπε διστακτικά: «Δεν είναι εδώ η ντόνα Έστερ;» «Όχι» «Θα ήθελα…. θα ήθελα να της εγχειρίσω αυτό.

Κοίταξε με ορθάνοιχτα τα μάτια και αναγνώρισε τη Νοέμι, αλλά πίσω της, ταχτοποιώντας της τα τριαντάφυλλα στο καπέλο και τις πτυχές στο φόρεμα, στεκόταν η ντόνα Έστερ, που με τις άκριες από το σάλι της σαν μαύρες φτερούγες ριγμένες στους ώμους, του φάνηκε σαν να ήταν η σκιά της νύφης. «Καλά δεν είμαι έτσι;», ρώτησε η Νοέμι όρθια μπροστά του, διορθώνοντας τις μανσέτες της. «Δε νομίζεις πως είναι στενό αυτό το φόρεμα; Είναι της μόδας.

Εγώ μονάχα θα σας 'πω πως ήλθα 'στην Αθήνα ξεσκούφωτος ... πιστεύσετε πως δεν σας λέγω ψεύμα· την ώρα όπου έψαλλα στροφάς 'στην Σαλαμίνα, επήρε το καπέλο μου σφοδρόν αέρος ρεύμα. 'Στην τόσην ευτυχίαν μου εβάρυνε κι' εκείνο, και το πατρώον έδαφος ξεσκούφωτος 'φιλούσα . . . αν ήλθα Πτωχοπρόδρομος, κι' αν τέτοιος απομείνω, ας όψεται ο κύριος Απόλλων και η Μούσα.

Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, το δικό του είχε μιαν αρσενικιά μυρωδιά από ιδρώτα, από επιδερμίδα καμένη από τον ήλιο, από κρασί και ταμπάκο, το δικό της ένα άρωμα κλεισούρας, λεβάντας και δακρύων. «Νοέμι», είπε δειλά κα με τρόπο τραχύ, βγάζοντας το καπέλο και ξαναφορώντας το, «εάν με χρειάζεστε να μου το πείτε. Τι έγινε

Στάθηκε άφωνος με το καπέλο στο χέρι κι όλο το σώμα του είτανε σε κίνηση από την περιέργεια νακούση τι θα έλεγε ο μπαμπάς. Ναι, τα μάτια του μεγαλώσανε τόσο, που φαινότανε σα να μην είταν όλος άλλο τίποτε από μάτια. Ο μπαμπάς κοίταζε και κοίταζε και μάντευε πως θα είχε γίνει κάτι περίεργο. Τέλος ένοιωσε και τότε έπρεπε να σηκώση το μικρόν ψηλά και να τον ξαναβάλη κάτω.

Ας κατεβούμεν εις την λέμβον. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Προσέξατε μη πέσετεΕγώ δεν εξέρχομαι Μηνά. ΜΗΝΑΣ. Όχι, έλα εις το δωμάτιόν μου. Εμπρός τύμπανα! σάλπιγγες! αυλοί! εμπρός! Ας ακούση ο Ποσειδών πόσον πανηγυρικώς χαιρετίζομεν τους μεγάλους τούτους άνδρας. Παίξατε, παίξατε. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουρά!! Να το καπέλο μου! ΜΗΝΑΣ. Ουρά! Έλα, γενναίε μου αρχηγέ!