United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μέρα τη βρήκα που έκλαιγε και με φωνή, που δεν είτανε πια δική μου, φώναξα: — Πόσο νομίζεις πως μπορώ να το υποφέρω αυτό; Την ίδια στιγμή που τα είπα, μετάνοιωσα για τα λόγια μου και ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του τρόμου, που πέτρωσε το πρόσωπό της. — Τι εννοείς; είπε. — Εκείνο που λέω. Είτανε σα να μίλησε με το στόμα μου κάποιος πονηρός δαίμονας, που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω.

Εκεί που συλλογιούμουνα και γύρεβα, τόννοιωσα πια και φώναξα αμέσως· — «Δεν το διάβασαν το βιβλίο μουΔεν το διάβασαν και μιλούν. Κ' έτσι για όλα. Μιλούν και δε διαβάζουνε. Να διαβάζανε και να μιλούσαν κατόπι, δε θα κατάστρωνναν κάθε μέρα τόσες τρέλλες.

Μπαρμπα-Έφις, πρέπει να σας πω κάτι: προχθές το βράδυτο βράδυ μένω κλεισμένος μέσα στο καλύβι, επειδή φοβάμαι τα φαντάσματα, και πάντα ακούω τη γιαγιά μου να ξύνει την πόρταπροχθές το βράδυ λοιπόν, πόσο τρόμαξα! Ένιωσα κάτι μαλακό να κουνιέται στα πόδια μου. Φώναξα, μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, αλλά την αυγή είδα ότι ήταν ένας τραυματισμένος λαγός.

Στα σκαλοπάτια της εξώπορτας τίναξε τα πόδια του, το ένα μετά το άλλο, για να μην πάρει μαζί του ούτε τη σκόνη από το σπίτι που εγκατέλειπε. Κεφάλαιο δέκατο τρίτο Έξω τον περίμενε ο Τσουαναντόνι. «Σας φώναξα τρεις φορές. Πάμε, η γιαγιά μου δεν είναι καλά και θέλει να σας μιλήσει. Γιατί δεν έρχεστε; Μη φοβάστε, δε θα σας πάρουμε το ψωμί απ’ το δισάκι

« Φλογίσθη το τουφέκι, » Και σχίσθηκετη μέση. » Τότε ορθός πετάζομαι, » Τη σπάθη μου γυμνόνω, » Και 'μπαίνω μέσατην Τουρκιά » Και σφάζω, και σκοτόνω, » Κι' Ομέρ Βριώνης γλύτωσε » Απ' το σπαθί να πέση.» « Άξαφνα μούρθε τουφεκιά, » Σα φλογερό χαλάζι » Τσακίσθηκε κ' η σπάθη μου » Και το δεξί μου χέρι, » Αδειάζω τα πιστόλια μου, » Και 'φώναξατο ασκέρι » Να με σκοτώσουνε.

Τότες η Θέτη απάντησε στα δάκρια βουτημένη «Ήφαιστε, τάχα πια θεά, στον Έλυμπο όσες είναι, πιάπες μουτόσες συφορές να πέρασε και λύπες, 430 τόσο όσο εμένα διάλεξε να με πικράνει ο Δίας; Μονάχα εμένα πάντρεψε απ' τις νεράιδες μ' άντρα θνητόνε, κι' είχα εγώ θνητού να καταπίνω χάδια, κιάς φώναξα κιας τσίριξα.

Αχ! ο γέρος ευτύς αποκρίθη 1285 Το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα Να σηκόσω· σε φώναξα ο δόλιος Να μου δόκης ολίγη βοήθεια. Λ ι ο ν τ ά ρ ι, Λ ύ κ ο ς και Α λ ο π ο ύ. Λιοντάρι, Λύκος, κι' Αλπού αντάμα Τα τρία βγήκαν να κυνηγήσουν 1290 Με συμφωνία, πως ό,τι πιάκουν, Να το μοιράσουν ανάμεσά τους.

ΛΟΥΚΙΟΣ Αυθέντα, δεν ηξεύρω πως 'φώναξα. ΒΡΟΥΤΟΣ Εφώναξες! Τι ήτον οπού είδες; ΛΟΥΚΙΟΣ Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε. ΒΡΟΥΤΟΣ Καλά. Ξανακοιμήσου. Αι Κλαύδιε! Συ, κύριε! Ξυπνήσατε! ΒΑΡΩΝ Αυθέντα! ΚΛΑΥΔΙΟΣ Αυθέντα! ΒΡΟΥΤΟΣ Τι επάθατετον ύπνον σας κ' οι δύο, και τόσον εφωνάξατε; ΚΛΑΥΔΙΟΣ 'Φωνάξαμεν, αυθέντα; ΒΡΟΥΤΟΣ 'Φωνάξατε! — Τι είδατε; ΒΑΡΩΝ Τίποτ' εγώ δεν είδα. ΚΛΑΥΔΙΟΣ Κ' εγώ δεν είδα τίποτε.

« Τον ψάχνω τότετην καρδιά... » Ωχ! έπαυσε να πάλλη! » Τον 'φώναξα δεν με λαλεί, » Τον 'κάλεσα δεν με καλεί, » Τότ' έγεινα άλλη για άλλη. « Αχ!..τότε τον κατάλαβα. » Πώς ήτον σκοτωμένος. » Τον άφησατην ερημιά. » Και τρέχω ναύρω το φονιά· » Μα ο φονιάς κρυμμένος

Μα ενώ περπατούσα, γύρισα άξαφνα πίσω και κει είδα το άσπρο καπέλο της γυναικός μου και το παρδαλό φόρεμά της να παρουσιάζουνται ανάμεσα από τα θάμνα των γιασεμιών. Και την ίδια στιγμή άκουσα, τη φωνή του Σβεν. Χαμογελώντας γύρισα και τον είδα κρεμασμένον στο λαιμό της μητέρας του μ' ένα ξέσπασμα τρυφερότητας. Της φώναξα, μα ο μικρός αδερφός δεν την άφινε.