Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Μόλις συνήρθα, είδα εσάς γυμνωμένον τσιτσίδι. Αυτό ήτανε το αποκορύφωμα της φρίκης, του τρόμου, του πόνου της απελπισίας. Θα σας πω αληθινά, πως το δέρμα σας είναι πολύ πιο λευκό και πιο ρόδινο από του βουλγάρου αξιωματικού. Αυτή η θέα διπλασίασε όλα τα αισθήματα, που με καταπιέζανε, που με κατατρώγαν. Φώναξα, θέλησα να πω: Σταθήτε, βάρβαροι! Μα η φωνή μου πνίγηκε και τα λόγια μου θάταν ανώφελα.
— Δεν μπορώ να το υποφέρω αυτό, φώναξα σχεδόν. Δεν μπορώ να το υποφέρω. Να χάσω και σε και κείνον. Δεν είναι δυνατό να το θέλης. Σηκώθηκε άφωνη και στάθηκε μπροστά σα μια Νιόβη, που απλώνει τα χέρια ναγκαλιάση τα παιδιά της, που χτυπιούνται από τα βέλη των θεών ακόμα και μες την αγκαλιά της. — Άφησέ με να πάρω μαζί το Σβεν, είπε. Θα πεθάνη που θα πεθάνη.
Ύστερα τα ξανάκλεισε πάλι. — Τίποτε. Δε σε φώναξα... Η Ασημίνα ένοιωθε πως δεν μπορούσε να βαστάξη πια. Έχανε τον κόσμο. Σηκώθηκε σιγά-σιγά, σκούντηξε τον Βαγγέλη να σηκωθή κ' έπεσε στον καναπέ. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και τρίβοντας τα μάτια του πήγε κ' έκατσε κοντά στον άρρωστο. — Εσύ 'σαι, Βαγγέλη; — Εγώ, Γιώργη. — Να βρέξω το στόμα μου... λίγο νεράκι..
Στο τέλος τον πλησίασα… Τζατσί; Τζατσί;» επανέλαβε δυο φορές ο Έφις ασθμαίνοντας και με βαριά φωνή, σαν να καλούσε ακόμη το θύμα του «τον φώναξα….. Δεν απαντούσε. Και δεν άντεξα να τον αγγίξω…. Και το έσκασα, και μετά γύρισα πίσω…. Τρεις φορές το έκανα∙ δεν άντεχα όμως να τον αγγίξω. Φοβόμουν…»
Όμως άκουσα καθαρά τα λόγια και κανείς άλλος από μένα δεν μπόρεσε να τακούση: — Σας . . . αγαπώ . . . τόσο . . . πολύ. Φαίνεται πως θα φώναξα από τον πόνο. Γιατί αιστάνθηκα πως μ' αγκαλιάσανε χέρια και με βαστάξανε. Κ' η κραυγή που μου ξέφυγε, έφτασε και την ετοιμοθάνατη.
« Τα βόλια μας επέφτανε » Ζεστά 'ς τους Οσμανλίδες, » Κ' εκείνοι στρόνονταν 'ς τη γη. » — Παιδιά! μη φοβηθήτε, » Παλληκαράδες, φώναξα, » Σαν Έλληνες σταθήτε! » Κτυπάτε! μη σας φύγουνε » Της νίκης αι ελπίδες! . — »
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν