United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στοχάστηκε πως δε γίνεται να πέφτουνε με τόση τάξη και γνωρισιά τα Τούρκικα τα βόλια στους δικούς μας απάνω, και να μη δασκαλεύουνται οι Τούρκοι από κάπου.

Το δάχτυλό του βάφειτο αίμα πάφριζετη γη, σταυρόνει το κουφάρι Και χάνεταιτη λαγκαδιά... Καπνός ο πεζοδρόμος. Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι Πενήντα Λιάπιδες, τον κυνηγούν. Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει... Η νύχτα επλάκονε, λυσσομανούν. 'Σ τη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι... Αδειάζουν τάρματα... στέκουν να ιδούν Βροχή τα βόλια τους μεςτο δισάκκι Τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.

« Τα βόλια μας επέφτανε » Ζεστάτους Οσμανλίδες, » Κ' εκείνοι στρόνονταντη γη. » — Παιδιά! μη φοβηθήτε, » Παλληκαράδες, φώναξα, » Σαν Έλληνες σταθήτε! » Κτυπάτε! μη σας φύγουνε » Της νίκης αι ελπίδες! . — »

Άλλοι μας πάλε πήγαν κι έπιασαν τις Πέτρες και το Σταυροράχι λίγο παρακάτω, και χτυπούσανε σύγκαιρα από τη μεριά εκείνη. Οι Τούρκοι, που θαρρέψανε στην αρχή πως κατεβαίνουμε να προσπέσουμε, άμα πρωτάκουσαν τουφεκιές, λύσσαξαν και πήγαν. Όλο τους το σκυλολόγι σηκώθηκε στάρματα, κι από την ώρα εκείνη ως ταπομεσήμερο πέφτανε χαλάζι τα βόλια τους στα ταμπούρια μας καταπάνω. Είχαν και τρία κανόνια.

Έπιασαν άλλα τω σπιτιών τις απόγωνες γωνιές περίγυρα, που όταν ξεφυσούσε ανάλαφρος ο άνεμος, το ρίπιζε πάνω στους τοίχους τους το χιόνι και τόσπρωχνε, το σώριαζε στω σπιτιών κάτω τις απάνεμες γωνιές. Να βρίσκουν άφτονα και πρόχειρα κι αφτά πολεμοφόδια· να κρύβωνται κι αφτά πίσω από ταγκωνάρια· να φυλάγωνται κιόλα τα φοβερά τα βόλια του εχτρού.

Καλώς νανταμωθούμε... Δεν ειν' αλήθεια, αδέρφια μου; Εψέςτην προσευχή μας Το τάξαμετον Πλάστη μας... 'Σ τη θέση του καθένας... Νερό να μη διψάσετε... Κανείς σας δε θα ρίξη Πριν δώσω εγώ την προσταγή, θέλω μια τέτοια μέρα Να μετρηθούν τα βόλια μου με τόσους σκοτωμένους.

Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωίτο βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »

Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια και εις αυτούς και ευθύς έπαυσαν, και εταπεινώθησαν.

Και ώρα δεν περνάει, Κι' ακούγεται η βροντερή Του Λάμπρου του Τζιαβέλλα Και αγριόβραχνη φωνή: « Παιδιά! . . . Τη φουστανέλλα » Κυτάξατέ μου, τη λερή, » Τι βόλια έχει φάει . . .»

Άλλα πάλι έπιασαν ταμπούρια ασύγκριτα τις μεγάλες τις αβλόπορτες, να μάχωνται όξω στ' ανοιχτά· να τρυπώνουν και στις αβλές μέσα, αν θα τους τσάκιζε ο εχτρός καμιά φορά· να του κλειούν και τα θυρόφυλλα μπροστά· να μην τους ξανοίγουν καθόλου μέσα τα βόλια.