United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ της βίας τα θυρόφυλλα της πορτίτσας ανοιγόκλεισαν με κρότον ασυνήθη και οι δύο οδοιπόροι εστράφησαν προς την είσοδον χωρίς να θέλουν.

Μικρόν δ' επί του δεξιού θυροφύλλου πυλίδιον, το πορτέλλον, υπανοιγόμενον την νύκτα παρέχει είσοδον εις τους ξένους χωρίς ν' ανοιγώσι τα βαρέα της πύλης θυρόφυλλα.

Άλλα πάλι έπιασαν ταμπούρια ασύγκριτα τις μεγάλες τις αβλόπορτες, να μάχωνται όξω στ' ανοιχτά· να τρυπώνουν και στις αβλές μέσα, αν θα τους τσάκιζε ο εχτρός καμιά φορά· να του κλειούν και τα θυρόφυλλα μπροστά· να μην τους ξανοίγουν καθόλου μέσα τα βόλια.

Εκεί έβγαζεν ατάκτους φωνάς, θέλων να μιμηθή τους ψάλτας, και κάποτε έβαλλε χείρα εις εικονίσματα και τα κατεβίβαζε κάτω διά να τα ξεσκονίση, όπως εφρόνει· άλλοτε έβγαζε τα θυρόφυλλα της Αγίας Πύλης, κι' άρχιζε να τα πελεκά με το μικρόν κλαδευτήρι που είχε. Πότε τα επανέφερεν εις την θέσιν των, και πότε τ' άφινε κάτω εις το έδαφος, όπου έτυχε.

Ή ώφειλον να τον εκλάβω ως παράφρονα, ή έμελλον εγώ να παραφρονήσω. Τόσον αλλόκοτος μοι εφαίνετο η ισχυρογνωμοσύνη του. — Μήπως είν' εκεί; ηρώτησε, δείξας μοι τα θυρόφυλλα του κοιτώνος σου, δι' ων εφαίνετο φως. — Μη ονειρεύεσαι; Δεν είνε κανείς, σου είπα. Εκ της αλλοκότου θρασύτητος του αγνώστου είχον εξαφθή εις το έπακρον.

Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη· «Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει· την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185 ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος· αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος· επειδή μέγα ευρίσκεταιτην εργασμένην κλίνη θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος, μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190 ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε. ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν, πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα. και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195 με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα, κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον, και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200 και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο. ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».