United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ιδέα τοιούτου κινδύνου του έδωκε την δύναμιν ν' αποτινάξη τους χωροφύλακας και διά δύο λακτισμάτων να τους κυλίση κατά γης αμφοτέρους. Έπειτα ετράπη εις φυγήν. Αλλ' όταν έφθασεν εις την γωνίαν του δρόμου, εστράφη μίαν στιγμήν προς τους Αλβανούς και συγκάμψας τον βραχίονα, εφώναξε προς αυτούς, προσπαθών να μιμηθή την προφοράν των: — Να, ωρέ κασίδιδες!

Την ένδειαν της γλυκείας Γαλήνης των δικαίων·Ας ερημώση ο πόλεμος Την Ελλάδα πριν εύρη Της Χίου την μοίραν. Όμως αν μιμηθή Το σκληρόν, την οργήν Παμμίαρον των εχθρών της, Ας γένη, ας γένη μίσημα Παντός του κόσμου. Τι είπον! . . διασκορπίσατε Άνεμοι τους δυσφήμους Λόγους· ω των αγγέλων Πάτερ και ανδρών, βοήθησον Συ την Ελλάδα! Στροφή Α

Φαίνεται ότι απεπειράτο να της εκδηλώση έρωτα· και την εσπέραν εκείνην θελήσας να μιμηθή τους άλλους νέους, οίτινες παραμονεύοντες περί την εσπέραν την διάβασιν των επιστρεφουσών από την βρύσιν νεανίδων, τας επείραζον ρίπτοντες ελαφρά λιθάρια κατά των σταμνιών, της έσπασε το σταμνί ο αδέξιος. — Μα δεν είπανε πως ελογόστεσε την Πηγή του Θωμά;

Διότι όσον και αν ήτο μίμος, δεν ηδύνατο εντελώς να μιμηθή την φωνήν του αληθούς Μάχτου. Τελευταίον η Αϊμά τω είπε·Διατί δεν θέλεις, Μάχτο, να έμβωμεν μέσα; — Δεν ανοίγει η πόρτα, εψιθύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε, Μάχτο· εσύ είσαι δυνατός. Ας είνε και άνθρωποι. Κτύπα να μας ανοίξουν. Και ταύτα λέγουσα, εκράτει την κεφαλήν της δι' αμφοτέρων των χειρών και εφαίνετο καταβεβλημένη.

Δε γίνεται να κοπή η σειρά· ένα έθνος, που είχε μια φιλολογία σαν την αρχαία τη δική μας, θα βγάλη πάλε καμιά φιλολογία μεγάλη· θα ξανακάμη αριστουργήματα καινούρια. Για ναξίζη όμως τους αρχαίους, για να μοιάζη με κείνους, δεν πρέπει να τους μιμηθή, αφού στα χρόνια τους δε μιμήθηκαν κανένα.

Πάντα τα κινήματα του Γύφτου εφαίνοντο αβέβαια και συγκεχυμένα. Τα δε κινήματα του ξένου είχον το ευχερές, το άφροντι και αβίαστον, όπερ ιδιάζει εις τους ανθρώπους τους συνειθισμένους να άρχωσι. Τοιούτος ήτο ο συνοδοιπόρος του Γύφτου. Εκάθισεν ούτος υπό δένδρον τι. Ο Γύφτος έμεινεν όρθιος. Ο ξένος προσεκάλεσεν αυτόν να τον μιμηθή.

Έκαμε κάθε τρόπο ο 'γούμενος να τον ξαναφέρη στα νερά του, είχε όμως να κάμη με χαραχτήρα διαμαντένιο, αλύγιστο και η πονηριές του σαν νερό, έσπαναν κ' εσκορπιόνταν ανίσχυρες απάνω στον ακλόνητο βράχο της αρετής του καλόγερου. Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή.

Άλλοτε, εξ εναντίας, του ήρχετο μία υπερβολική ευθυμία, ως παροξυσμός τρέλλας· και κρατούμενος από κλάδον εχοροπήδα, προσπαθών να μιμηθή με το στόμα τον ήχον της λύρας, ή κατεδίωκεν άνευ λόγου τους τράγους και τας αίγας, από ανάγκην ακάθεκτον να τρέχη και να πηδά, να δαμάση μίαν ορμήν λάβρον, ένα αναβρασμόν χυμού νέας ζωής, όστις εκυκλοφόρει εις τας φλέβας του και ανέδιδεν ατμούς μέθης εις την κεφαλήν του.

Δε ζήτησ' εκεί να μιμηθή δουλικά την αρχαιότητα καθώς έκαμε γράφοντας στην αττική τα χρονικά του από Ευσέβιο ως Χαλκοκοντύλη. Παρθενώνα δε γυρέψανε να στήσουνε. Δε φυλάξανε μήτε τοσοδά από το κυριώτερο στοιχείο της παλιάς τέχνης, την ίσια γραμμή. Δικό τους δρόμο χαράξανε και στην αρχιτεχτονική, και στη ζουγραφική και στη μουσική. Θόλοι και καμάρες τα χτίρια.

Δεν ξεύρω. — Ω θεοί, θεοί, εψιθύρισεν ο Πλήθων συνάπτων τας χείρας. — Ω θεοί, είπε και ο Θεόδωρος, κρίνας καλόν να μιμηθή το κίνημα και την επίκλησιν του κυρίου του. — Και ήδη, τι ποιητέον; είπεν ο Πλήθων. — Τι ποιητέον; επανέλαβεν ο Θεόδωρος χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. — Είνε ανάγκη ενεργείας, είπε μεγαλοφώνως, σκεπτόμενος ο Πλήθων. — Ενεργείας, επανέλαβε ψιττακίζων ο Θεόδωρος.