United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καραβοκύρης ηξεύροντας εμπράκτως το φαινόμενον ότι ήσαν το αρσενικόν και το θηλυκόν όρνεον, ήγουν οι γονείς του φονευθέντος Ροκ, που ήρχοντο διά να θρέψουν ή να αποκλωσσήσουν το νεοπούλι τους, μας επαρακίνησεν ευθύς να έμβωμεν εις το πλοίον και να μισεύσωμεν ογρήγορα, διά να αποφύγωμεν τον κίνδυνον, που αυτός επρόβλεπεν.

Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους, που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους.

Δεν έχομεν να στείλωμεν τον Έρωτα εμπρός μας, με τόξον εις τα χέρια του, και με δεμένα μάτια, εκεί σαν σκιάχτρον να φανή, τας νέας να τρομάξη. Ας λείψη κι’ όταν έμβωμεν ο πρόλογος ξεστίχου, που ένας τον καλαναρχά, κι’ άλλος σιγά τον λέγει. Πηγαίνομεν, ένα χορόν χοροπηδούμεν, κ’ έξω! Αν τους αρέσωμεν καλά· ει δε κακόν 'δικόν των. ΡΩΜΑΙΟΣ Δος μου δαυλόν, και όρεξιν δεν έχω να πηδήξω.

Δεν εσυμβιβάσθησαν να βάλωσιν εις ενέργειαν το σχέδιον, οποίον εδόθη από τον Καραϊσκάκην, αλλ' αφ' ού έκαμαν τινάς μεταβολάς. Πριν έμβωμεν εις την διήγησιν του ολεθρίου τούτου επιχειρήματος ας μεταβώμεν εις Σαλαμίνα διά ν' αποδώσωμεν τας τελευταίας τιμάς εις τον ήρωά μας.

Διότι, μας είπεν, οι Ένδεκα λύουν τον Σωκράτην και παραγγέλλουν να θανατωθή την ημέραν αυτήν. Αφού λοιπόν επέρασεν ολίγος καιρός, επέστρεψε και μας παρήγγειλε να εμβώμεν. Καθώς λοιπόν εμβήκαμεν εύρομεν τον μεν Σωκράτην λυμένον πλέον από τα δεσμά του, την δε Ξανθίππην, συ δα την γνωρίζεις, κρατούσαν το μικρόν παιδίον του και καθημένην πλησίον του.

Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός! ― Πού πηγαίνομεν ; ― Εις Νεοχώρι. ― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ. ― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς. ― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον ; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής. Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης.

Ο Σκούντας τω είπε·Μία κόρη είνε εδώ άρρωστη. Άνοιξε μας να έμβωμεν, διότι μας επήρε βροχή. — Τι κάθεσαι και μου λες; είπεν ο Τρέκλας. Ποιος είσαι; Κάπως γνωρίζω την φωνήν σου. Ο Σκούντας εταράχθη. Τω εφάνη ότι και αυτός τον ανεγνώριζε. — Στάσου νανάψω φως, είπεν ο Τρέκλας. — Μην ανάπτης, σε παρακαλώ, είπεν ο Σκούντας.

Διότι την προηγουμένην ημέραν, καθώς εξήλθομεν από την φυλακήν βράδυ, επληροφορήθημεν ότι το πλοίον είχεν έλθει από την Δήλον. Εσυστήσαμεν λοιπόν ο ένας εις τον άλλον να έλθωμεν όσον το δυνατόν πρωινώτερα εις το συνηθισμένον μέρος· και υπήγαμεν εκεί· και ο θυρωρός, ο οποίος συνήθιζε να μας ανοίγη, εξήλθε και μας είπε να περιμένωμεν και να μη εμβώμεν, παρά αφού αυτός μας παραγγείλη.

Γενναίως αγωνίζονται οι ευγενείς σου Θάνοι. Η νίκη πλέον φαίνεται 'δική σου από τώρα, κι ολίγον μας απέμεινε να κάμωμεν ακόμη. ΜΑΛΚΟΛΜ Εμπρός μας ηύραμεν εχθρόν που ελαφρά πληγόνει. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ας έμβωμεντο φρούριον. Έτερον μέρος του πεδίου της μάχης.

Διότι όσον και αν ήτο μίμος, δεν ηδύνατο εντελώς να μιμηθή την φωνήν του αληθούς Μάχτου. Τελευταίον η Αϊμά τω είπε·Διατί δεν θέλεις, Μάχτο, να έμβωμεν μέσα; — Δεν ανοίγει η πόρτα, εψιθύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε, Μάχτο· εσύ είσαι δυνατός. Ας είνε και άνθρωποι. Κτύπα να μας ανοίξουν. Και ταύτα λέγουσα, εκράτει την κεφαλήν της δι' αμφοτέρων των χειρών και εφαίνετο καταβεβλημένη.