United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός εφαίνετο πως θα είχε περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον τούτο που ήτον τέτοιος, επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος βλέποντάς τες που ήτον κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος· που πηγαίνετε εσείς ω εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του απεκρίθη η τρανή, εις το Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν σας χρείαν;

Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε, και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας αναμμέναις, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί. — Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά. — Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε. — Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα. — Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα.

Ό,τι όμως θέλεις να μάθης, ό,τι απαραιτήτως θέλεις να σου διηγηθώ, είνε το πώς διασκεδάζομεν εφέτος. Χορεύομεν; Πηγαίνομεν εις το θέατρον; Ακούομεν μουσικήν; Γίνονται συναστροφαί; Εις όλα σου αυτά τα ερωτήματα αδύνατον, εννοείς, μου είνε να απαντήσω διά μιας και μόνης μου επιστολής. Ησύχασε όμως, και δεν θα σε αφήσω δυσηρεστημένην, αφού θέλεις να τα μάθης όλα.

Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του αυθέντος σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι.

Τελειόν' η διασκέδασις, κ’ η συμφορά αρχίζει. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ακόμη δα, ω άρχοντες, μη φεύγετε ακόμη. Σταθήτε να δειπνήσετε· τώρα θα φέρουν κάτι. Τ' απεφασίσατε; Λοιπόν, υπόχρεώς σας είμαι, υπόχρεως εις όλους σας πολύ. Καλήν σας νύκτα! Φώτα εδώ! — Πηγαίνομεν κ' ημείς να κοιμηθούμεν. Μα την αλήθειαν, θείε μου, είναι πολύ εξώρας. Πηγαίνωτο κρεββάτι μου.

Ημείς όμως, καλέ Θεόδωρε, από τον ένα λόγον πηγαίνομεν εις τον άλλον και από τον μεγαλίτερον εις τον μικρότερον. Θεόδωρος. Και μήπως δεν έχομεν καιρόν, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Φαίνεται. Και σε βεβαιώ, αξιοθαύμαστε φίλε, πολλάκις το παρετήρησα καθώς και τόρα, ότι ήτο επόμενον όσοι χάνουν πολύν καιρόν εις την φιλοσοφίαν, όταν παρουσιασθούν εις τα δικαστήρια να φαίνωνται γελοίοι ρήτορες. Θεόδωρος.

Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν εις την γην.

Θέλεις εσύ το λοιπόν να γένης ένας από τους συναδέλφους μου; και αν ποθής, πηγαίνομεν ευθύς εις την χώραν Μπόστην, διά να εύρωμεν άλλους δύο συντρόφους μου που είναι εκεί να ανταμωθώμεν, διά να σε βάλλωμεν εις τον αριθμόν μας. Με όλον που εκείνος ο Φακύρης με τα λόγιά του μου έδωσε να καταλάβω, ότι οι δυο του συντρόφοι και αυτός ήτον τρείς άσωτοι, δεν απέβαλα το να ανταμωθώ με αυτούς.

Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός! ― Πού πηγαίνομεν ; ― Εις Νεοχώρι. ― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ. ― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς. ― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον ; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής. Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης.

Όμως εγώ θα σου πω, και αν θέλης, πίστευσε. — Θα πιστεύσω. — Με τον πατέρα σου πηγαίνομεν εις το χωριό το δικό μου. — Και πού είνε αυτό; — Τέσσαραις πέντε ώραις μακρυά απ' εδώ. — Και τι κάμνετε εκεί; — Αυτό κ' εγώ δεν το ξεύρω καλά καλά. — Δεν το ξεύρεις; — Βέβαια. — Πώς γίνεται; — Γίνεται. — Τι θα πη; — Για την ώρα, δεν ξεύρω τι κάμνομεν. Εις το μέλλον όμως ίσως θα κάμωμεν τίποτε. — Τι πράγμα;