United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε μια μητέρα χήρα, μια καταραμένη γυναίκα, η οποία επειδή έχασεν όλα τα παιδιά της και τον άνδρα της, 'ς το τέλος, σαν ήρχοντο τα Χριστούγεννα, εκλείδωνε το σπίτι, τον εφορτώνετοτον ώμον αυτόν, το τελευταίον παιδί της, και έτρεχετα τέσσερα, 'ς τον Γέροντα, πίσω, 'ς τον Πρόδρομον εις τον μικρόν Ασέληνον, οπού έκαμνε Χριστούγεννα, κλαίουσα την ψυχήν της με τας καλογραίας.

Ως τόσον, ακούμβησεν αφελώς την λευκήν και τόσον απαλήν χείρα της εις τον ώμον του νέου, όστις ανετριχίασεν όλος εις την επαφήν, κ' επέβη εις την μικράν βαρκούλαν. Εκείνος ηκολούθησε κατόπιν της, και λαβών την κώπην, ήρχισεν αδεξίως ν' αβαράρη. Αλλ' αντί ν' απωθήση τον μώλον, απώθησεν αριστερά τον πυθμένα, και ούτω η βάρκα εδιπλάρωσε κ' εκτύπησεν ελαφρώς εις μίαν των πετρών του μώλου.

Παρά τούτον ζητεί ευμενώς πληροφορίας περί των εργασιών και του εμπορίου του· εκείνον συλλυπείται συμπαθώς επί τω θανάτω της μάμμης του· άλλου θωπεύει τον ώμον, και άλλους περαιτέρω φιλεύει μίαν ο κ ά ν εις τ α ό λ α. Ο τύπος της πρωτευούσης χαίρων αναγράφει την ζωηράν αυτήν εκλογικήν κίνησιν, και σεμνύνεται επί τω ενδιαφέροντι, όπερ επιδεικνύει ο λαός προς τον επικείμενον αγώνα.

Τότε εκτύπησε τον ώμον του ένα βαρύ χέρι και κάποια βαθειά φωνή του ωμίλησεν εις την Γαλλικήν γλώσσαν. — Είσθε από το καντόνιον Βαλαί; Ο Ρούντυ εστράφη και είδε ένα ερυθρωπόν φαιδρόν πρόσωπον, ένα παχύν άνδρα: Ήτο ο πλούσιος του Βεξ μυλωθρός· με το μεγάλων διαστάσεων σώμα του έκρυπτε την λεπτήν, κομψήν Μπαμπέτταν, η οποία εν τούτοις επρόβαλε μετ' ολίγον με τα ακτινοβολούντα σκοτεινά μάτια της.

Αυτό εφεύρε τρία τινά τα οποία μεταχειρίζονται οι Έλληνες· διότι οι Κάρες εδίδαξαν να δένωσι λόφους άνω της περικεφαλαίας και να θέτωσιν εμβλήματα εις τας ασπίδας· αυτοί επίσης πρώτοι μετεχειρίσθησαν λαβάς διά τας ασπίδας τας οποίας πρότερον εβάσταζον άνευ λαβών και τας εκυβέρνων διά τελαμώνων κρεμαμένων περί τον τράχηλον ή εις τον αριστερόν ώμον.

Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτερικήν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινα δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην, αλλά κ' εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον. — Βρε! αποσπόντα, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.

Εγώ; Ηξεύρεις τι με διασκεδάζει ακόμη με την Χρυσόθεμιν; Το ότι με απατά με τον ίδιον απελεύθερόν μου, τον Θεοκλή, πιστεύουσα ότι δεν το ηξεύρω. Και με το φορείον των έφθασαν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος. Αλλ' εις τον δρόμον ο Πετρώνιος θέσας την χείρα εις τον ώμον του Βινικίου είπε: — Περίμενε . . . Μου φαίνεται ότι εύρον έν μέσον. — Είθε όλοι οι θεοί να σε ανταμείψουν δι' αυτό. — Ναι!

Η Σοφία το εζύγισεν εις την χείρα, εβεβαιώθη, αν και το ήξευρεν, ότι ήτο γεμάτον, εστάθη μίαν στιγμήν, διά να ακροασθή ακόμη. Δεν απεφάσισε να ξυπνήση την αδελφήν της, ήτις είχεν αποκοιμηθή προ μικρού. Εβάδισε τρία βήματα προς την θύραν την άνευ παραθύρου, όπισθεν της οποίας έρρεγχεν ο γέρο-Σταμάτης. Έκυψε, του έθιξε τον ώμον, τον έσεισεν. Ο γέρων έβλεπε νεανικά όνειρα εις τον ύπνον του.

Ο γέρο-Πέτρος εκάθησεν αριστερά του, τρεις σπιθαμάς παρακάτω, με τον αριστερόν ώμον και την κατατομήν του προσώπου προς αυτόν νεύουσαν. Ούτος εδοκίμασε ν' αρχίση ομιλίαν.

Εκείθεν δε χωρίς να ομιλήση, έθεσε το βαρύ δοχείον μετά του χρυσίου εντός πεπαλαιωμένου και ρακοπλέκτου δισακκίου, όπερ ευρέθη προχείρως εκεί, εν τω ετέρω των σάκκων έθεσεν άρτους τινάς ξηρούς καλογηρικούς και προς τροφήν και διά το ισοστάθμισμα του δισακκίου και φορτώσας τούτο εις τον ώμον του πιστού Θανάση είπε να κρατή καλώς και μετά προσοχής τον εμπρόσθιον σάκκον.