United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προ δεκαοκτώ ετών, όταν εβαπτίσθη η Μπαμπέττα, είχεν έλθει αυτή η νονά της εις το Βεξ. Είχε δωρήσει εις την Μπαμπέτταν την πολύτιμον καρφίτσα, που εφορούσε εις το στήθος της. Είχε γράψει δύο φοράς η νονά, και το έτος τούτο θα συνηντώντο με αυτήν και τας θυγατέρας της εδώ εις το Ιντερλάκεν. Αι θυγατέρες ήσαν ανύπανδροι τριάκοντα περίπου χρόνων, ενώ αυτή ήτο μόλις δεκαοκτώ.

Θα ηδύνατο να εξομολογηθή και εις την Μπαμπέτταν το παν, να εξομολογηθή κάθε σκέψιν, η οποία ημπορούσε και να πραγματοποιηθή από αυτόν κατά την ώραν του πειρασμού; Είχε χάσει το δακτυλίδι του και ακριβώς δι' αυτής της απωλείας τον ανέκτησε αυτή. Θα ημπορούσε πάλι να του εξομολογηθή και αυτή; Του εφαίνετο ότι θα ξεσχισθή η καρδιά του, όταν την εσυλλογίζετο.

Το μικρό γλυκύ στόμα δεν έμενε ήσυχο ούτε μια στιγμή, και ό,τι έλεγε η Μπαμπέττα ηχούσε εις τα ώτα του Ρούντυ ως πράγμα μεγίστης σπουδαιότητος· και αυτός πάλιν διηγείτο, ό,τι είχε να διηγηθή· δηλαδή πόσας φοράς επήγεν εις το Βεξ, ότι εγνώριζε καλά τον Μύλον, και πόσας φοράς είχεν ιδεί την Μπαμπέτταν, ενώ αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ποτέ δεν τον είχε παρατηρήσει· και ότι τώρα τελευταίως, όταν επήγεν εις τον Μύλον και μάλιστα με πολλάς σκέψεις, τας οποίας δεν ηδύνατο να εκφράση, απουσίαζον αυτή και ο πατήρ της μακράν ταξειδιώται, αλλά μόλα ταύτα όχι τόσον μακράν, ώστε να μην ημπορή να σκαρφαλώση επάνω εις τα τείχη, τα οποία καθίστων την οδόν μακράν.

Πόσον ωραίος είσαι Ρούντυ! είπεν η γραία. — Μη με κάνης να το πάρω επάνω μουείπεν ο Ρούντυ και εγέλα· αλλά τον ευχαριστούσε αυτό. — Σου το λέγω πάλιν, είπεν η γραία: «η ευτυχία είναι μαζί σου!» — Όσο γι' αυτό έχεις δίκαιον! είπε και εσκέφθη την Μπαμπέτταν. Ποτέ ακόμη δεν είχε δοκιμάσει τοιούτον πόθον κάτω εκεί μέσ' 'στη βαθιά κοιλάδα.

Αυτόν τον δρόμον τον εβάδισα προτήτερα· εκεί πέραν είναι η πατρίς μου, όπου ήμην εγώ παιδί κοντά 'στον παππούν μου· και εις το Ιντερλάκεν είναι σκοπευτική εορτή! Θέλω να είμαι εκεί, και θέλω να είμαι ο πρώτος, και θέλω και να είμαι και κοντά εις την Μπαμπέτταν, όταν διά πρώτην φοράν κάμω τέλος πάντων την γνωριμίαν της!

«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαιεφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον! καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!» Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον. Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν.

Η Μπαμπέττα συνέκρουσε το ποτήριόν της και ο Ρούντυ ευχαρίστησε διά την πρόποσιν. Κατά την εσπέραν επήγαν όλοι περίπατον επεριπάτησαν την ωραίαν κατά μήκος των μεγαλοπρεπών ξενοδοχείων οδόν κάτω από τας παλαιάς καρυδέας· και τόσοι άνθρωποι ήσαν εκεί, τόσος συνωστισμός, ώστε ηναγκάσθη ο Ρούντυ να προσφέρη τον βραχίονά του εις την Μπαμπέτταν.

Σημαίες και σημαιούλες εκυμάτιζαν· τα όπλα εξεπυρσοκότουν την μίαν βολήν επάνω εις την άλλην και οι πυροβολισμοί ήσαν διά τα αυτιά του Ρούντυ η ωραιοτέρα μουσική· μέσα εις αυτήν την οχλοβοήν ελησμόνησε καθ' ολοκληρίαν την Μπαμπέτταν, που προς χάριν της μόλα ταύτα είχεν έλθει εδώ. Οι σκοπευταί συνωθούντο εις την σκοποβολίαν και μετ' ολίγον ίστατο και ο Ρούντυ μεταξύ αυτών.

Η Γιουγκφράου υψούτο εκεί εν μεγαλοπρεπεία και λαμπρότητι περιβαλλομένη από τον δασώδη πράσινον στέφανον των εγγύς ορέων. Πάντες εσταμάτησαν και εθεώντο το κάλλος της φύσεως. Και ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα ησθάνοντο και αυτοί την από ταύτης μαγείαν. — Πουθενά δεν είναι ωραιότερα από εδώ; έλεγεν η Μπαμπέττα. — Πουθενά! έλεγε ο Ρούντυ και εκύτταζε την Μπαμπέτταν.

Τι ήτο αυτό όλον, που είχε συμβή γύρω του και μέσα του εκεί επάνω εις το βουνό; Ήσαν άρα γε φαντάσματα ή ονείρατα πυρετού; Προτήτερα ούτε πυρετόν ούτε καμμίαν άλλην ασθένειαν είχε ποτέ γνωρίσει. Αλλά, όταν έκρινε την Μπαμπέτταν, έρριψε και ένα βλέμμα και εις το ιδικόν του εσωτερικόν. Είχεν ανιχνεύσει μέσα 'στην καρδιά του το άγριον κυνήγιον, τον θερμόν Λίβαν, που είχε στήσει εκεί την έδραν του.