Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Κι' ο Παύλος της είπε: — Χάρισμά σου. Κ' όταν την βαρεθής, βγάλε τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά σου, τρύπησέ μου την καρδιά και πάρε τη ζωή μου, να μην τη χαρή άλλος στον κόσμο. Η Παυλίνα γέλασε από χαρά για το νέο του χάρισμα και τον φίλησε στα μάτια. Έπειτα σήκωσε το μικρό της χεράκι στα μαλλιά της και δοκίμασε κρυφά με το δάκτυλο της τη μύτη της χρυσής καρφίτσας, για να ιδή αν τρυπάη καλά.
Τότε όμως αυτό το περιστατικό μας έκαμε άλλη εντύπωση, παρότι μου κάνει τώρα η ανάμνησή του. Τότε μας έκαμε να πάμε και στο μέρος, που κατοικήσαμε για τρίτη φορά το καλοκαίρι, και να νοικιάσουμε για δεύτερη φορά το σπίτι, που η γυναίκα μου δεν ήθελε να το δη στην αρχή. Και χαρούμενοι τραβήξαμε όξω στο μέρος, που μας έδενε μαζί του μια σκουριασμένη καρφίτσα, που δεν την πήρε κανείς.
Πλέαμε σα σε μαγική τοποθεσία κι ακούγαμε να σπάζουν αλαφρά τα κύματα στα πλευρά της βάρκας. Και χωρίς να πούμε τίποτε, χωρίς να το είχαμε συμφωνήσει από πριν, γύρισα τη βάρκα έτσι ώστε στρήψαμε στους βράχους και βγήκαμε στο ακρογιάλι του άλλου κόλπου. Πιαστήκαμε χέρι με χέρι και τραβήξαμε στον παλιό δρόμο, που έφερνε στον ψηλόν έλατο, που στη φλούδα του είτανε μπηγμένη η σκουριασμένη καρφίτσα.
Η Παυλίνα τράβηξε μια χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά της και τρύπησε άπονα το στήθος της κούκλας, για να ιδή αν είχε καρδιά μέσα της. Δεν βγήκε σταλαγματιά αίμα. Η καημένη η κούκλα δεν είχε καρδιά. Την άφησε τότε στη γωνιά της και την ξαναξέχασε.
Προ δεκαοκτώ ετών, όταν εβαπτίσθη η Μπαμπέττα, είχεν έλθει αυτή η νονά της εις το Βεξ. Είχε δωρήσει εις την Μπαμπέτταν την πολύτιμον καρφίτσα, που εφορούσε εις το στήθος της. Είχε γράψει δύο φοράς η νονά, και το έτος τούτο θα συνηντώντο με αυτήν και τας θυγατέρας της εδώ εις το Ιντερλάκεν. Αι θυγατέρες ήσαν ανύπανδροι τριάκοντα περίπου χρόνων, ενώ αυτή ήτο μόλις δεκαοκτώ.
Αλλά ηξεύρω το τι είμαι και τι αξίζω! Μίαν ημέραν έπεσε πλησίον της εν κομμάτι υαλίνου ποτηριού σπασμένον· αλλά η σακκορράφα το είδε να λάμπη και ν' αστράπτη, ώστε το έλαβεν εις υπόληψιν και έπιασεν ομιλίας μαζή του. — Εγώ είμαι καρφίτσα, είπε. Του λόγου σου θα είσαι διαμάντι; — Μάλιστα, δηλαδή από την ιδίαν οικογένειαν.
Στάσου να ιδώ... Αισθάνομαι... Μ' εκέντησ' η καρφίτσα! Ας ήξευρα τι γίνομαι! ΚΟΡΔ. Ω! γύρισε τα 'μάτια να με ιδής, πατέρα μου, και κίνησε το χέρι να μ' ευλογήσης... Όχι! Μη! Εσύ θα γονατίσης, αυθέντα μου! ΛΗΡ Παρακαλώ, μη με περιγελάσης. Εγώ είμ' ένας άκακος, δυστυχισμένος γέρος· τους ογδοήντα ακριβώς τους έχω. — Και αλήθεια, φοβούμαι ότι καθ' αυτό δεν είμαι 'ς τα σωστά μου.
Αλλ' αντί να την πετάξη, η μαγείρισσα έσταξε βουλοκέρι εις την άκραν της σπασμένης σακκορράφας, και έπειτα εκάρφωσε με αυτήν το μανδήλι της εις το στήθος της. — Λοιπόν, έγεινα καρφίτσα τώρα, είπεν η σακκορράφα. Εγώ το ήξευρα ότι κάτι θα γείνω μίαν ημέραν! Όταν κανείς το έχει μέσα του, θα υπάγη εμπρός, όπως και αν γυρίσουν τα πράματα.
Από τη φλούδα του έβγαλε μια σκουριασμένη καρφίτσα κ' έτρεξε και μ' αγκάλιασε και με φίλησε και δάκρυζε από ευτυχία. Προσεχτικά την έμπηξε πάλι στον κορμό του δέντρου. Γιατί δεν της βαστούσε η καρδιά να την πάρη μαζί της. Ίσως να είχε κάποιον προληπτικό φόβο να την αγγίση.
Είμαι τόσον λεπτή, ώστε μήτε η μητέρα μου δεν ημπορεί να με διακρίνη! Μίαν ημέραν δύο παιδιά του δρόμου ήλθαν και εσκάλιζαν εις το αυλάκι, όπου εύρισκαν πότε καρφία, πότε κανέν χάλκινον νόμισμα. — Ωχ! εφώναξε το έν παιδί, διότι η σακκορράφα του εκέντησε το δάκτυλον. Να μία σπασμένη βελόνη. — Με συμπάθειον, είπεν η σακκορράφα. Είμαι καρφίτσα! Αλλά δεν την ήκουσαν τα παιδιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν