United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλέ, εστοίχειωσε ο μαγκούφης! εφώνησεν η μαγείρισσά μας, και εσφενδόνισε πάλιν την πυράγραν της κατά του δυστυχούς βρυκόλακος, όστις αγνοώ αληθώς πού εύρε την δύναμιν να τραπή δρομαίος εις φυγήν. Και ο γάτος μας απεκλήθη έκτοτε εις όλην την γειτονίαν ο ε π τ ά ψ υ χ ο ς γ ά τ ο ς, και μυθική παράδοσις μεγάλη και πολύστομος περιέβαλε την καψαλισμένην του μορφήν.

Τι να κάμωσι το πρωί εις την οικίαν των; Τα παιδία των, αν έχουν, επήγαν ήδη εις το σχολείον· η μαγείρισσα επέστρεψεν από την αγοράν· το μυθιστόρημά των θα το αναγνώσωσι το εσπέρας· η υπηρέτρια ήνοιξε τα παράθυρα της οικίας και ξεσκονίζει. Ο οίκος των είνε αυτόχρημα ακατοίκητος.

Η μαγείρισσα εξήλθεν εις την οδόν και παρέλαβε το σιτηρέσιον της οικίας. Ο σαλπιστής παρήλθε, και η παράφωνος ηχώ της σάλπιγγός του ακούεται περαιτέρω αναστατούσα την γειτονίαν. Και όμως υπάρχει που άρθρον του ποινικού Νόμου, τιμωρούν την διατάραξιν της οικιακής ειρήνης των πολιτών.

ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.

Της κυνικής δε ταύτης πανδαισίας χορηγός μεν είνε πανταχού ρυπαρά τις και λιπαρόχειρ μαγείρισσα, ευμενείς δε και ανεκτικοί προστάται και οιονεί τραπεζοκόμοι η αστυνομία της πρωτευούσης και η δημοτική αρχή Αθηναίων.

Και ενόμιζαν και τα δύο ότι έκαμαν γνωριμίαν με σημαντικόν υποκείμενον, και ήρχισαν να ομιλούν διά τον άλλον κόσμον, και να λέγουν πόσον φαντασμένος και εξιππασμένος είναι ο δείνας και ο τάδες. — Έζησα εις το κουτί μιας κυρίας, η οποία ήτο μαγείρισσα, έλεγεν η σακκορράφα. Η κυρία αυτή είχε πέντε δάκτυλα εις κάθε χέρι.

Η μαγείρισσά μας, κολοσσιαίον ανδρογύναικον εκ Νάξου, χείρας έχον αχθοφόρου και πόδας ελέφαντος, κατεγίνετο καίουσα τον παρά την εστίαν ευμεγέθη φούρνον, όπως ψήση το ζυμωτόν της εβδομάδος. Την παλαιάν εκείνην απολίτιστον εποχήν ο άρτος εζυμούτο και εψήνετο συνήθως εν τω οίκω.

Κατά την αυτήν εκείνην στιγμήν ήρχισαν να σημαίνουν αι δώδεκα εις την παρακειμένην εκκλησίαν, ταυτοχρόνως δε η μαγείρισσα εισήρχετο διά πλαγίας θύρας εις την τραπεζαρίαν, φέρουσα δίσκον πλήρη πινακίων και ποτηρίων. — Με κακοφαίνεται, κυρά μου, είπεν ο ιατρός προχωρών προς την γραίαν, αλλά βλέπεις είναι μεσημέρι και έχω να εξέλθω αμέσως μετά το πρόγευμα.

Είνε μαγείρισσα εις την Μασσαλίαν. — Η εύμορφη Εύα τι έγεινεν; — Έγεινε πολύ άσχημη. — Και συ τι κάμνεις; — Εξακολουθώ να κάμνω τον κόσμον να γελά. — Θα έλθω αυτάς τας ημέρας να με κάμης πάλιν να γελάσω. — Πολύ λυπούμαι, αλλά τούτο είνε αδύνατον. — Διατί αδύνατον; Αφού το κατώρθωνες καθ' εσπέραν εις τας Αθήνας και δεν έπαθα έκτοτε υποχονδρίαν; Μήπως έχασες την κωμικήν σου δύναμιν;

Ώστε και η μαγείρισσα, ήτις από το εις την αυλήν κείμενον μαγειρείον ήνοιγε διά σχοινίου την έξω θύραν και εδείκνυεν εις τους μη ειδότας την είσοδον του οικήματος, — άντικρυ του μαγειρείου, — και την τραπεζαρίαν, — δεξιά της εισόδου, εις το ισόγειον, — έπαυε κατ' εκείνην την ώραν ενασχολουμένη εις τα της υποδοχής των πελατών και επεδίδετο αποκλειστικώς εις την προετοιμασίαν του προγεύματος.