United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο σωστός άνθρωπος είναι καθώς εσένα· είναι ζώον γυμνόν και κακορρίζικον, — δικράνι και τίποτε περισσότερον! Έξω, έξω τα περιττάΈλα ξεκούμβωσέ με. ΓΕΛΩΤ. Ησύχασε, παππού. Ησύχασε και δεν είναι καιρός διά κολύμβημα.

ΓΕΛΩΤ. Άκουε, παππού: Έχε πλειότερα απ' όσα ξοδεύεις, λέγε λιγώτερα απ ’όσα γνωρίζεις, βάστα πλειότερα απ' όσα δανείζεις, μην περιπατής όταν ημπορής να καβαλικεύης, άκουε πολλά κ’ ολίγα να πιστεύης, όλα σου τα κέρδη μη τα κινδυνεύεις, μη μεθοκοπάς ούτε να πορνεύης, κάθου και ησύχαζε, κ' έτσι θα κερδίζης εις τα κάθε είκοσι, δέκα δυο φοραίς. ΚΕΝΤ Αυτό και το τίποτε είναι ένα, τρελλέ.

Πάλιν εβάδισε την οδόν εκείνην, όπου μικρό παιδί με τα άλλα παιδιά εστέκετο και επώλει λεπτουργημένα σπιτάκια. Εκεί επάνω, 'πίσω από τα έλατα ήτο ακόμη το σπίτι του εκ μητρός πάππου του· ξένοι τώρα το κατοικούσαν.

Δεν ήθελα όμως να είμαι ο Ληρ, παππού. Εξεφλούδισες το καύκαλό σου και από τα δύο μέρη, και δεν σου έμεινε μέσα τίποτε. — Ιδού, έρχεται το ένα ξεφλούδισμα, Εισέρχεται η ΓΟΝΕΡΙΛΗ. ΛΗΡ Τι έχεις, κόρη μου; Τι θέλει αυτό το σούφρωμα εκεί; Ωσάν να τα πολυσουφρώνης τώρα τώρα τα φρύδια σου. ΓΕΛΩΤ. Καλά την είχες, όταν δεν σ' έμελλε είτε τα σουφρώνει είτε όχι.

Είνε δε τοσούτο μάλλον κωμική και αηδής η αδυναμία αύτη, καθόσον ουδένα απατά· διότι και οι προώρως λευκαινόμενοι δεν αισθάνωνται την ανάγκην να βάφωνται, ούτω δ' απομένει η βαφή της κόμης καθαρώς γεροντική φιλαρέσκεια και πολλάκις συμβαίνει ο πάππος να φέρη την κόμην του εγγονού και ο εγγονός τα μαλλιά του πάππου. Ο βασιλεύς της Ιταλίας φαίνεται ότι ελευκάνθη ταχέως.

Ο Θωμάς έτρεξεν αμέσως προς εκτέλεσιν της διαταγής του πάππου του· αλλά φέρων το περικάλλυμα, αντί να δώση αυτό εις τον πάππον, το έδωκεν εις τον πατέρα του, προς τον οποίον, με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, είπε να κόψη αυτό εις δύο. — Και διατί; τον ηρώτησεν ο πατήρ του.

Ανάθεμα την καλωσύνη... Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους.

Οι γάτες και οι σκύλοι μας ομιλούν τόσον καταληπτά, όπως ο πατέρας μας και η μητέρα μας, αλλά πρέπει να είναι κανείς πολύ μικρός· ακόμη και το μπαστούνι του παππού ημπορεί κάλλιστα να χρεμετίζη και να γίνη ένα ολόκληρο άλογο με κεφάλι, πόδια και ουράν.

Και αι αρχόντισσαις δεν θα μου την άφιναν να την έχω εγώ όλην· θα μου την ήρπαζαν . Παππού, δος μου έν αυγό, να σου δώσω δύο κορώναις. ΛΗΡ Τι κορώναις θα μου δώσης; ΓΕΛΩΤ. Εκείναις οπού θ' απομείνουν, αφού σπάσω το αυγό εις την μέσην και φάγω ό,τι έχει μέσα.

Θα έμβω και θα καθαρίσω, αλλ' έπειτα τόσο πολύ βιαστικά θα τρέξω, ώστε ούτε την αναπνοήν μου δεν θα πάρω εις τον δρόμο μου, διά να προφθάσω, πριν νυκτός, να εύρω την καλύβα του παππού. — Θα προφθάσεις, ήτο η μόνη απάντησης της σοβαρής γριάς. Όπως είπεν, έκαμεν η Φωτεινή· με τα μικρά της χεράκια εκκαθάρισεν όλον εκείνο το δωμάτιον με τα πολλά του ράφια, γεμάτα όλα τριγύρω από τα εργατικά ζωύφια.