United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ωραία Κυνεγόνδη, αφού άκουσε την ιστορία της γριάς, της έκαμε όλες τις φιλοφρονήσεις, που οφείλονται σ' ένα πρόσωπο της σειράς της και της αξίας της. Δέχτηκε την πρόταση· παρακάλεσε όλους τους επιβάτες, τον ένα μετά τον άλλο, να της διηγηθούνε τη ζωή τους. Ο Αγαθούλης και κείνη ομολογήσανε, πως η γριά είχε δίκιο.

Το παράδειγμα της Γριάς μιμήθηκαν κι' η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα, και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικώτατη τριάδα προσεύχονταν μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε πέρα-δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που είταν ζωγραφισμένες σ' ένα παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζύ με την καντήλα πήγαιναν πέρα-δώθε κι' οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι' έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησιού σ' εκείνη τη χριστιανική κατοικία.

Για δες, ως και φαεί μου τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Νά τηνα! τάρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάννα, και σε πέντε χρόνια θα μ' έχης. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτειά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα. . . . Μέπνιξαν, μέπνιξαν τα φιλιά της.

Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.

— Ε! τα καημένα ξανάειπε ο παπάς, τι ώμορφα και τι μεγάλα και πρόθυμα που είναι! — Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας με το μάτι... — Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν! Έφτυσε κι' είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούση εκείνος: — Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα!

Να την λοιπόν που βγαίνει πίσω από το ιερό, με το κάνιστρο στο κεφάλι και κατεβαίνει το σοκάκι ανάμεσα σε συστάδες από βάτα που λάμπουν από τις σταγόνες της δροσιάς. Από την πόρτα της γριάς Ποτόι φαινόταν η Γκριζέντα σκυμμένη πάνω στη φωτιά της εστίας να ετοιμάζει τον καφέ της γιαγιάς που ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. «Αδυνατίζεις κάθε μέρα και πιο πολύ», είπε η Νατόλια μπαίνοντας.

Η Μαριανθούλα αφηκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς, έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελλά της τα παιγνίδια κι' άρχισε να κλαίη, γυρίζοντας το πρόσωπο της κατά τον τοίχο. — Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς η υπηρέτρα. — Χμ! — Κλαίει η Μαριανθούλα, με τα λόγια που της είπες...

Όλα θα γίνουνε με την τάξη τους. Πάγω απατή μου να της πω τα ξαφνικά τα μαντάτα, ώσπου να τοιμασθούν κ' οι άλλοι για το πρωτάκουστο αυτό φαγοπότι. Κωστ. Η δουλειά έγινε. Της φάνηκε βαρύ της γριάς, μα πάλι καλά βάσταξε. Τώρα καιρός δε μας μένει. Απόψε τα παιχνίδια, κι αύριο τη στεφάνωση κιόλας. Ο Κράλης ξεκινάει τη δευτέρα, και μονάχος του δεν έχει να φύγη.

Σύγκαιρα επρόβαλλε νιος φουστανελλάς, με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· έπειτα χεροπιασμένες του Μήτρου Κούλα η χήρα και Ζαφείρω η θυγατέρα τηςλεβεντονιά ασημοφορτωμένη η κόρη, σάψαλο χρονών και φτώχιας η μάννα. Και παραπίσω φάνηκε αργά ένα γαλανομμάτικο βλαχάκι με κόμματο ψωμιού στα δόντια, ανίδεο κι αδιάφορο για τη χαρά της νιας και της γριάς το βάσανο.

Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, κοίταξε τριγύρω της και κατέβηκε μέχρι το σπιτάκι της γριάς Ποτόι. Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό ήταν σκοτάδι και μόνο μετά το δειλό κάλεσμα της Νοέμι η γριά έκανε την εμφάνισή της μέσα από το πυκνό σκοτάδι της τρώγλης κρατώντας ένα δαυλί αναμμένο. Το κοκκινωπό αμυδρό φως έκανε να σπιθοβολούν τα κοσμήματά της. «Θεια-Ποτόι, εγώ είμαι.