Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
— Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτής! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο... είπε ο παπάς και τράβησε την πρώτη ρουφησιά. — Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και καλόν παράδεισο... Ο παπάς, μη γνωρίζοντας, πού ναποδώση τη στενοχώρια της γριάς, τη ρώτησε: — Τ' έπαθες κι' είσαι έτσι χολιασμένη; — Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξέρ'ς.
— Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου; Της απολογιώνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι' απ' εκεί. — Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα! Της ξανάλεγε η γριά. Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις-τέσσερες γυναίκες, από τες πλειο φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι' άλλη αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς είταν γεμάτο.
— Πώς νάγινε το δυστύχημα: Μήπως η γριά ήτανε κουφή;.,, Καθόλου περίεργο πράμα για μια γριά εβδομήντα χρόνων.,, Ύστερα γιατί η εφημερίδα να γράφει «απέκοψε τον πόδα» και όχι «έθραυσε τον πόδα»! Πρώτα-πρώτα η σούσα μόνο να σπάσει μπορεί ένα πόδι και όχι να κόψει., Αλλά ακόμα πολύ περισσότερο στην περίσταση μιας γριάς που έχει το όνομα του μαστραπά, μόνο το σπάσιμο μπορεί να εννοηθεί.,, Τέλος πόσην ώρα μετά το δυστύχημα έτρεχεν ο δράστης καρροτσέρης.,,
Από τη μια έμπαινε σπίτι με την ακριβή του Μιχάλαινα, κι από την άλλη οι παραφρενιασμένοι οι Τούρκοι έστελναν την Ασήμω να πάη και να μάθη ποιος την έπαιξε τη στερνή τη μπαλλοτέ. Έτρεξε η Ασήμω στης θειας της, κι απ' άκρες μέσες που άκουσε από τη γριούλα βρήκε πάλε μονομιάς το φταιξάρη. Λέει της γριάς πως πάει ναπονυχτερέψη με του Χουσεήνη το χαρέμι, πως τόταξε και πρέπει, αφού το ψωμί τους τρώνε.
Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γυιός της γριάς κι' ο πατέρας της τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και τσιούπρα και βάβω κι' αγγονιά, εγειναν κι' οι τρεις ένα δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι' ευφροσύνης.
Η φωνή της γριάς της φαινόταν να είναι η ηχώ από το δικό της παρελθόν. «Και ο ντον Τζάμε, κυρά μου; Ήταν η ψυχή του πανηγυριού. Όλο φώναζε, έμοιαζε με θύελλα, αλλά κατά βάθος ήταν καλός. Το ουράνιο τόξο έρχεται πάντα μετά την καταιγίδα.
Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.
Τι πέλαγο θλίψης χτυπούσε μέσα στα κατάστεγνα στήθια της γριάς.
Η καρδιά δε γερνάει ποτέ.» «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε η Νοέμι, αλλά με μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει άθελά της από το στόμα, αλλά αμέσως συνοφρυώθηκε και ανασήκωσε τα ψυχρά, ειρωνικά της μάτια και τα κάρφωσε σε εκείνα της γριάς. «Τι θέλετε λοιπόν από εμένα;» «Να μιλήσετε στον ντον Τζατσίντο.
Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τάλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κ' είπα της Φωτεινής να προσμείνη λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν