United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σα νάχε φτερά. Τέλος από Γκεσουλάκι έγεινε ένας φοβερός Γκεσούλης, και λέγοντας «Γκεσούλης» μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν. Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο το σπίτι, αφίνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για την Ξενιτειά.

Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να συνδέει τις γυναίκες διεγείροντάς τες με τρόπο κόσμιο και φλογερό. Η σειρά των γυναικών άρχισε να διπλώνεται σχηματίζοντας αργά έναν κύκλο. Κάθε τόσο μια γυναίκα έμπαινε στο χορό∙ έλυνε τα χέρια από δυο διπλανές και τα ένωνε με τα δικά της και έτσι μεγάλωνε η κόκκινη και μαύρη γιρλάντα πίσω από την οποία κινιόταν το κρόσσι των σκιών.

Βλέπει πως σωτηρία δεν υπάρχει, σηκώνεται λοιπόν και φεύγει νύχτα από την Τύρο. Μεταφέρνεται τώρα το δράμα στην Κωσταντινούπολη. Γύριζε ο Αυτοκράτορας από περιοδία κ' έμπαινε στην Πρωτεύουσα.

Να εμάλωναν πάλι αναμεταξύ τους άλλοι, το Βλαχογιώργο θάστελνε για να τους κάμη ζάπι. Έτρεχε αφτός αμέσως. Εκορδονότανε· εσειόταν κ' ελυγιόταν. Έμπαινε στο προάβλιο, έπαιρνε τα κλειδιά, άνοιγε τα δωμάτια. Έβγαζε όξω όσους ήθελε να σωφρονίση· έκλεινε πάλι.

Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του! Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος.

Από μια χαραμάδα της σκεπής, μια ακτίνα ηλίου έμπαινε στην καλύβα κ' έπεφτε στο πρόσωπο της Ιζόλδης, που έλαμπε σαν το χιόνι. Ένας δασοφύλακας ανακάλυψε στο δάσος ένα μέρος όπου τα χόρτα ήτανε πατημένα: την προηγουμένη είχαν κοιμηθή εκεί ο Τριστάνος και η Ιζόλδη. Μην αναγνωρίζοντας όμως το αποτύπωμα των σωμάτων, ακολούθησε τ' αχνάρια, κ' έφθασε έτσι μέχρι την καλύβα.

Θα μπορούσαμε να τον υποδεχτούμε σαν να ήταν ξένος. Καλώς τον τον ξένο!», είπε σαν να χαιρετούσε κάποιον που έμπαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα. «Εντάξει. Και εάν συμπεριφερθεί άσχημα, θα τα μαζέψει και θα φύγει όσο είναι καιρός

Αν η σιωπή βαστούσε παραπολύ, τότε έμπαινε μέσα σιγά σιγά κι αν πάλι η μητέρα δεν τον ήθελε, τότε γύριζε σιωπηλός και καθότανε με υπομονετική φυσιογνωμία, σα να ήξερε πως δεν έπρεπε να ταπαιτή όλα μεμιάς.

Ανοιγμένη η εκκλησιά σαν ξαναφάνηκε. Μπήκανε μέσα κ' οι τρεις τους. Έκαμαν το σταυρό τους και φίλησαν το κόνισμα του Άγιου. Έδειχνε το δρόμο ο Εφημέριος, ακολουθούσε ο Πανάγος, κατόπι ο Μιχάλης. Πήγαν ως μπροστά στο Ιερό. Στάθηκαν οι δυο οι λεβέντηδες απέξω, αμίλητοι. Κοίταζε ο Πανάγος κατά το Ιερό, που έμπαινε μόνος του ο Παπάς.

Σα να μην έσωνε το κακό της φωτιάς, έμπαινε κι ο λαός όπου έβρισκε κι άρπαζε. Οι φρονιμώτεροι πάλε κ' οι πλουσιώτεροι έπιαναν αυτοί καΐκια και περνούσανε στην Ασιατική τη μεριά. Αληθινή κόλαση.