United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι.

Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40 κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι• ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας• εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε, κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι, κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45

Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι' έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν. Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το τραπέζι: «&Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου και πάντας ημάς

Κι ο Δάφνης λοιπόν, ανάφτοντας από όλα αυτά, έμπαινε στα ποτάμια και πότε λούζονταν και πότε κυνηγούσε όσα ψάρια στρυφογυρίζανε μέσα στο νερό· και έπινε πολλές φορές για να σβύση τη φωτιά που είχε μέσα του.

Πήγαινε, τρυγόνα μου, πήγαινε!» «Πού να τον εύρω εγώ τον Έφις; Είναι στο χωριό;» «Ανεβαίνει από κτηματάκι, τον βλέπω που ανεβαίνει», είπε η γριά, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, επειδή έμπαινε η Γκριζέντα με τον καφέ. «Βλέπεις Νατόλια; Θέλησε να σηκωθεί σήμερα το πρωί, παρόλο που έχει υψηλό πυρετό. Γιαγιά, γιαγιά, γύρνα γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες!» «Θα γυρίσω, θα γυρίσω.

Κι' ο Πέτρος έβλεπε με τα μάτια της Μαρίας και ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τα δικά του μάτια, γιατί ποτέ δεν κατάλαβε το στερεμό τους και γιατί η ψυχή του ήτανε πάντα πλημμυρισμένη από φως. Το φως των ουρανών έμπαινε στις δυο ψυχούλες απ' το ίδιο παράθυρο. Δεν ήτανε ομορφιά στον κόσμο, που δεν την ήξερε ο Πέτρος.

Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρηςΈμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.

Εκεί είταν ακόμα και το βιβλίο του μπαμπά για τα μεγάλα αδέρφια, το αντίτυπο που είχε δώσει της μαμάς κ' έπειτα το πήρε για δικό του ο Σβεν όταν τον παρακάλεσε να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. Αυτή είταν η κάμαρα του Σβεν και δω είτανε το άδυτο της Έλσας. Κάθε βράδι έμπαινε κει και κάθε πρωί καθότανε κει, πριν μιλήση με κανέναν άλλον.

Το λεωφορείο σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και κύτταξαν τη γυναίκα που έμπαινε. Ήταν ντυμένη κατάμαυρα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Από κάτω απ' το μαντήλι ξεχείλιζαν να ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της ήτανε μικρούτσικο σαν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' όμορφο. Η γυναίκα κάθησε σε μια γωνιά με τα μάτια σκυμμένα κάτω.