United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη, Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα, Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου, Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι. Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε, Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση, Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο· Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...

Πήρε κ' έκλωσεν ο ήλιος. Χτίζεται το Κάστρο ολοένα. Τρέχει ο νιος για το Παλάτι. Μέσ' 'ςτή μέση από το δρόμο Αχ! τα σύνεργα θυμάται. Το 'χε ειπή κι' ο Βασιλιάς Πως γυρίζοντας καθένας και τα σύνεργα να φέρη. Σταματάει, γυρίζει οπίσω, μια βουκέντρα θέλει ο ήλιος, Πάει αρπά τα σύνεργά του και γυρνά μονανεπνιάςτο Παλάτι, αλαφιασμένος αφ' το δρόμο αφ' το τρεχιό.

Πήγαινε, τρυγόνα μου, πήγαινε!» «Πού να τον εύρω εγώ τον Έφις; Είναι στο χωριό;» «Ανεβαίνει από κτηματάκι, τον βλέπω που ανεβαίνει», είπε η γριά, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, επειδή έμπαινε η Γκριζέντα με τον καφέ. «Βλέπεις Νατόλια; Θέλησε να σηκωθεί σήμερα το πρωί, παρόλο που έχει υψηλό πυρετό. Γιαγιά, γιαγιά, γύρνα γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες!» «Θα γυρίσω, θα γυρίσω.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, σύρετο Κακοσούλι, Κι' αν δης να γίνη χλαλοή, κ' αν δης να πέσουν δάκρυα, Πέτ' από 'κεί χαρούμενοΑνατολή και Δύσι Να διαλαλήσης δυνατάτον κόσμο πέρα ως πέρα, Ότι, το Σούλι ακόμη ζη, ότ' είν' ακόμα ελπίδα. Κι' αν βρης νεκρίλα κ' ερημιά, κι' αν δεν ακούσης κλάυμα, Γύρνα τραγούδι μου φτωχό, κι' είνε θεϊκή κατάρα.

Δεν είσαι σκοτωμένος! Δέκα κατάρτια υψηλά, το έν επάνω 'ς τ' άλλο, το ύψος οπού έπεσες δεν ημπορούν να φθάσουν. Θαύμα να είσαι ζωντανός! Ομίλησέ μου πάλιν. ΓΛΟΣΤ. Αλήθεια όμως έπεσα ή όχι; ΕΔΓΑΡ Απ' επάνω απ' του φρικτού αυτού κρημνού την κορυφήν. Ιδέ την! Ούτε ν' ακούσης ημπορείς ούτε να διακρίνης εκεί επάνω το πουλί, όσον κι' αν λαρυγγίζη. Γύρνα κ' ιδέ! ΓΛΟΣΤ. Αλλοίμονον! Δεν έχω πλέον 'μάτια.

Κι ας πουν για αφτόν μια μέρα 'Αφτός απ' τον πατέρα του πολύ πιο παλικάρι' καθώς γυρνά απ' τον πόλεμο· και ματωμένα ας φέρνει 480 μαζί του λάφυρα, απ' οχτρό που σκότωσε παρμένα, που ναν τον δει η μαννούλα του και να χαρεί η καρδιά τηςΕίπε, και βάζει το παιδί στης γυναικός τα χέρια, κι' εκείνη πίσω τόγυρε στο μυρισμένον κόρφο και πικροχαμογέλασε με μάτια δακρυσμένα.

Ο ντον Πρέντου ήταν πιο συγκρατημένος, αλλά το χαμόγελό του, αν το πρόσεχε κανείς, έκοβε σαν το μαχαίρι. «Γύρνα τότε εκεί! Και να κουβαλήσεις μαζί σου και την Γκριζέντα σαν να ήταν σκυλάκι.» «Ουφ! Τι ανόητοι που είστε σ’ αυτό το χωριό.» «Όχι όμως τόσο, όσο στο δικό σου

Ήρθε μόνο για να πάρη τη μητέρα του και ναφήση στη θλίψη εμάς τους άλλους; Ή ήρθε μόνο για να φύγη, τόσο ήσυχα κι ωραία όπως έφυγε, και να μας διδάξη όλους με το θάνατό του τη μεγάλη τέχνη της ζωής; 16 τον Οχτώβρη Τα συλλογίστηκα όλα και τα είδα όλα και γνωρίζω πού γύρω γυρνά η πάλη. Είδα μέρα με την ημέρα πως όλα χειροτερέψανε. Και δεν είναι χαρά το να βλέπη κανείς καθαρά. Είναι πόνος.

Βρίσκει ένα γέρο και 'ρωτά: — Πες μου, καϋμένε γέρο, Τ' είν' τ' άσπρο εκείνο το ψηλό μέσ' 'ς το βουνό το πέρα; Μην είν' παληό ερημόκκλησο, μη στοιχειωμένος πύργος, Μη είν' παλάτι ερημικό; — Του Ήλιου είν' το παλάτι, Του ωραίου, του ολόφωτου θεού. Αυτός γυρνάτον κόσμο Φως για να δώση και ζωή με ταις λαμπραίς του αχτίδες.

ΜΑΚΒΕΘ Προς τι 'σάν τον ανόητον εκείνον τον Ρωμαίοντο ιδικόν μου το σπαθί επάνω ν' αποθάνω; Ενόσω βλέπω ζωντανούς, καλλίτερ' ας πληγόνω ξένα κορμιά! ΜΑΚΔΩΦ Γύρνα εδώ, γύρνα, σκυλί του Άδου! ΜΑΚΒΕΘ Εσέν' απ' όλους μεταξύ σ' απέφευγα. Τραβήξου! Μου φθάνει όσον αίμα σου βαρύνει την ψυχήν μου. ΜΑΚΔΩΦ Δεν έχω λόγια! Το σπαθί είν' η φωνή μου.