United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κιέξω από την εριστική παραφορά, δε βοήθησε σαυτή τη μεταβολή λίγο κι η ταραχή πούδειξε και μούπε το Βαγγελιό, όταν ακούστηκαν βήματα, ότι δεν έπρεπε να μας δουν μαζή. Ο φόβος κείνος μούλεγε πως ήμουν αρκετά μεγάλος, ώστε να σκανδαλισθούν όσοι θα μέβλεπαν σε μέρος ερημικό μένα κορίτσι. Κιόπως οι νέοι, πούχουν μουστάκια, ήτο φόβος κεγώ να εκθέσω μαφορμή τέτοια ένα κορίτσι.

Στερνά, με χρόνια, με καιρούς, εξάνοιξε μια μέρα Πέραάκρη τ' ουρανού, 'ς ενού βουνού κορφούλα, Βουνού ψηλού και μακρινού, μέσ' σε γαλάζια αντάρα Χτίριο ψηλό κι' ολόλευκο, σαν στοιχειμένον πύργον, 'Σάν ερημόκκλησο παληό, σα ερημικό παλάτι.

Κι αν ίσως άλλο από μια ηχώ θολή στον άμμο γύρα δε βρίσκει ο ωραίος σκοπός, στοχάσου πως του διαλεχτού στάθηκε πάντα μοίρα· να μένη μοναχός. Κι ευγενικός, περήφανος τη μοναξιά σου τράβα σε κόσμο μαγικό αλλάζοντας τη θλίψη σου στο ερημικό σου διάβα, με πάντα νέο σκοπό

Βρίσκει ένα γέρο και 'ρωτά: — Πες μου, καϋμένε γέρο, Τ' είν' τ' άσπρο εκείνο το ψηλό μέσ' 'ς το βουνό το πέρα; Μην είν' παληό ερημόκκλησο, μη στοιχειωμένος πύργος, Μη είν' παλάτι ερημικό; — Του Ήλιου είν' το παλάτι, Του ωραίου, του ολόφωτου θεού. Αυτός γυρνάτον κόσμο Φως για να δώση και ζωή με ταις λαμπραίς του αχτίδες.

Η Νοέμι τον ακολούθησε με την πετσέτα στο χέρι. «Ναι, ήρθα από την Τερανόβα. Τι δρόμος! Πετάει κανείς! Ναι, πρέπει να πέρασα μπροστά από την εκκλησία, αλλά δεν πήρα είδηση για το πανηγύρι. Ναι, το χωριό μοιάζει ερημικό. Είναι πολύ ξεπεσμένο, ναι…Απαντούσε ναι σε όλες τις ερωτήσεις της Νοέμι, αλλά έδειχνε πολύ αφηρημένος. «Γιατί δεν έγραψα; Μετά το γράμμα της θείας Έστερ ήμουν αβέβαιος.

Ήταν κι ο Κυρ-Λιάκος ο τηλεγραφητής, παιδί της Αθήνας, που μου τον έριξε η τύχη δωθεκάτου στο ερημικό τακρογιάλι μου. Ήτανε κι ο Γερασιμάκης ο τελωνοφύλακας, — ο Θυμιάτος, από τα Περατάτα τση Κεφαλονιάς, καλέ. Εγώ κι ο γέρος μου· ο χρυσός μου γέρος. Τέσεροι όλοι. ...Τάχε όλα έτοιμα αποβραδίς ο Καπτάν-Μιχάλης. Εκατέβασε τις κόφες με τα παραγάδια. Εκατέβασε τις κολοκύθες με τις πετονιές.

Μονάχα ο Χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του, Έγραψε μέσ' στο μάρμαρο μαζί με τ' όνομά του: »Χαρά στην νια την ώμορφη που η Μοίρα θα της δείξη Το σιδηρόχορτο να βρη, την πόρτ' αυτή ν' ανοίξη. Ν' αγκαλιαστή το μάρμαρο, σιμά του ν' αγρυπνήση Σαράντα δυο μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήσηΕίνε παλάτι ερημικό κι' απόκλειστο η καρδιά μου, Μαρμαρωμένον βασιλιά βαστάει τον Έρωτά μου.

Αλλ’ αυτόν, πιστεύουν όλοι, τον σκότωσαν ξένοι λησταί σε σταυροδρόμι ερημικό. Δεν πέρασαν τρεις μόνο ημέρες, όπου εγεννήθη το παιδί: προστάζει ο Λάιος τους αστραγάλους του τους δυό αφού τρυπήσουν μακριά να το πετάξουνε σ’ ερημικό βουνό. Αλλ’ ούτε ’δώ τον φύλαξ’ ο Φοίβος το λόγο πως τον πατέρα το παιδί ήθελε σκοτώσει, ουδ’ έπαθεν ο Λάιος ό, τι εφοβήθη. Αλλ’ όμως τέτοια οι μάντηδες επροφητεύαν.