United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πικρά σάλευσε όλος ο σωρός, γεροντικά και σβυσμένα, και φλογερά ματάκια πλημμύρισσαν στα δάκρια, αναφυλητά ακούστηκαν κ' η θλίψη άπλωσε βαρειά τα φτερά της, εκεί στην απαλή ήσυχη κώχη του γιαλιού.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Έπειτα ακούστηκαν βήματα, φωνές. Η αυλή γέμισε κόσμο. Η Νοέμι είδε πλάι της το αγόρι με το πρόσωπό του χλωμό και ορθάνοιχτα τα μεγάλα του μάτια. Έσφιγγε στο στήθος το ακορντεόν σαν να ήθελε να προφυλαχτεί από κάποια επίθεση και του είπε στο αυτί: «Τρέξε. Πήγαινε να φωνάξεις τον Έφις». Κεφάλαιο δέκατο Η ντόνα Ρούθ έφυγε και σκιές και σιωπή τύλιξαν πάλι το σπίτι.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Μια 'μέρα αγνάντιατο νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.

Μήπως αλλοιώτικα δεν τώξερα; Η μητρική μου αγάπη κη αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ' αυτό ακούστηκαν βήματα κιομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μούπε σιγά και βιαστικά: — Δεν κάνει να μάςε δούνε μαζή, μόνο φύγε. Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κ' αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος.

Το ντουφέκι είχ' ανάψη σα μπαρούτι σ' όλη τη μεθόριο γραμμή απ' το δικό μας σταθμό. Είτανε μια χαρά κι όντας αργότερα ακούστηκαν και τα κανόνια μας, πετάχτηκαν όλα τα παιδιά απάνω απ' τον ενθουσιασμό τους. Κάτω σκυλιά και χαθήκαμε, τους φωνάζω, και ξαναταμπουρώθηκαν. Έρχουνταν οι τούρκοι, κρυμμένοι εμείς.

Εγώνα το ξέρτεδε γεννήθηκα για να πεθάνω εύκολα... Μα τι κάθουμαι και σας ψέλνω· επρόσθεσε σκάζοντας τα γέλοια. Κ' εσείς θα ζήστε· θα ζήσουμε μαζί ακόμα για πολύ· αργεί η ώρα σας. Οι γέροι κούνησαν μονόγνωμοι το κεφάλι σα να έλεγαν: «από το στόμα σου και στου θεού τ' αυτί». Εκείνη την ώρα ακούστηκαν έξω αλυχτήματα και βαρειά πατήματα, σαν κάποιος να πλησίαζε στο σπιτάκι.

Ο καφετζής του είπε «καλώς τον» κ' εξακολούθησε το κάπνισμα. Πέρασε λίγη ώρα σε βαθειά σιωπή, όταν έξαφνα ακούστηκαν φωνές και γέλοια στο δρόμο. Ο ναύτης εσήκωσε ζωηρά το κεφάλι, σαν να τον εκέντησε κάτι ευχάριστο, σαν να του εγαργάλισε την ακοή μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνούλα.

Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι' έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν. Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το τραπέζι: «&Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου και πάντας ημάς