United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευκίνητη πηγαίνει κι' όμως περίφοβη, κυττάζοντας σε κάθε βήμα μήπως πίσω από τα δέντρα προδότες είναι κρυμμένοι. Μόλις τη βλέπει ο Τριστάνος με τα χέρια ανοιχτά, τρέχει απάνω της. Τότε η νύχτα κι' ο φιλικός ίσκιος του μεγάλου πεύκου τους προστατεύουν. . ..

Απόδειξη κι αυτά το τι δύνεται να κάμη ένα έθνος από φυσικό του γεννημένο να βασιλεύεται καθώς το ρωμαίικο, σα βρεθή εκείνος που ξέρει να ξεχώνη και να μεταχειρίζεται τους θησαυρούς που φυλάγουνται κρυμμένοι στα σπλάχνα του.

Οι Σφακιανοί στα όρη κρυμμένοι, οι χώρες και τα χωριά καμένα, οι εκκλησιές γκρεμησμένες, άλλη δουλειά για ταγρίμια του ο Χουσεήνης δεν είχε· τους άφινε λοιπόν και ραχατεύανε ώσπου νάρθη η μαύρη η ώρα και του Μωριά.

Ήρθαν κλέφταις! επανέλαβεν η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου! — Κλέφταις; Κορσάροι; επανείπε και ο μπάρμπα-Δήμος. — Σύρε να 'πής στους προεστούς, 'πες και του κυρ-Αναγνώστη του κολλήγα μου, χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν' στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν' από δέκα- δώδεκα. Θα είνε κι' άλλοι κρυμμένοι.

Εκεί που επατούσαν αι δύο γυναίκες, εις το παρδαλόν σκότος, ήτο άκρα μοναξιά, δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα. Ω, καλύτερον να μην ήτο ψυχή ζώσα την ώραν εκείνην, διά την Κουμπίναν, και διά την Λελούδαντην τρομάρα που πήραν αι δύο γυναίκες! — εις το μέρος αυτό. Δύο άνθρωποι, κρυμμένοι όπισθεν βράχου, εις τον όχθον του δρόμου, ωμίλησαν ελληνιστί. — Σταθήτε! μη φοβάσθε... — Ωχ! τι είνε; Αχ!

Και που πονεί γιατί τόσοι κρυμμένοι θησαυροί χάνονται. Ξέρεις, Μαρία, πώς θα ήσουν θαυμάσιος δικηγόρος, μεγάλος απόστολος. Μ α ρ ί α. Μα εμείς όλες πρέπει να είμεθα και το ένα και το άλλο. Πρέπει να φύγω γιατί δεν ξέρεις• δε σούπα την ευχάριστη είδησι. Η μητέρα έρχεται τώρα σε λίγο και πρέπει να κατέβω να την πάρω από το Σκούταρι. Μπράβο σου! Η μητέρα σου έρχεται.

Είθε η θεία μήτηρ του Αινείου, του μεγαλοψύχου προγόνου σου να σοι είνε τόσον ευμενής όσον υπήρξε δι' εμέ ο θείος υιός της Μαίας! — Τι σημαίνει τούτο; — Εύρηκα! αυθέντα, εύρηκα! — Την είδες; . . . — Είδα τον Ούρσον, αυθέντα, και του ωμίλησα. — Και ηξεύρεις πού είνε κρυμμένοι; — Όχι, αυθέντα, αλλ' είνε εύκολον τώρα.

Ο Νεοπτόλεμος έρχεται μέσα εις τον ναόν, διά να προσευχηθή εις τον Φοίβον και εξετάση την φωτιάν των θυμάτων. Αλλά πίσω από τας δάφνας που ήσαν κρυμμένοι ορμούν άνθρωποι με γυμνά σπαθιά, μεταξύ των οποίων ήτο και ο υιός της Κλυταιμνήστρας, ο οποίος τα εμηχανεύθη όλα αυτά.

Πρόσεξε όμως, μήπως αυτοί κρυμμένοι εις κανέν έρημον μέρος του δρόμου με αρπάσουν διά της βίας, βλέποντες ότι συ είσαι γέρων, εγώ γυναίκα αδύνατη και αυτό εδώ μωρό παιδί. Κύτταξε λοιπόν μήπως εσώθημεν τώρα, αλλά ξαναπέσωμεν στα χέρια των. ΠΗΛΕΥΣ Μη λέγης λόγια δειλά γυναικών. Προχώρει. Εκείνος ο οποίος θα τολμήση να μας εγγίξη, θα μετανοήση.

Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι. Τοσοπού παντού διογμένοι 865 Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διο αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. 870 Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· 875 Μια φορά καν ας χαθούμε.