United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάλτε το για το χωριό, κ' εγώ θα μείνω παραπίσω· θέλω να κατεβώ ως τον γιαλό, να πλύνω τα ποδάρια μουκαι μπορεί να σας φτάσω στον δρόμο· αλλοιώς περνάτε απ' το σπήτι, ν' αφήστε τα σύνεργα, να σας κεράση η κυρά και το σουρούπωμα σας βρίσκω κάτω στην πιάτσα, και σας δίνω τα μεροκάματα», — «Καλό, αφέντη». Εκείνοι έκαμαν κατά τη ράχη, κι' ο γέρο-Σκοινάς κατά το ρέμμα.

Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ' ολίγα δευτερόλεπτα και έπειτα είπε·Τι μ' δίνεις, Στάθη, να κατηβώ εγώ, να σ' τσ' ανεβάσω; — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης. — Τουλόου σ', Στάθη, έχεις γ'ναίκα και πηδιά . . . Άφσε να κατηβώ ηγώ, απ' δεν έχου στουν ήλιο μοίρα. — Ο Στάθης εσιώπα.

Α, Κουλούφ, εφώναξεν η Δηλαρά γεμάτη από κλάματα, εσύ υπάγεις διά να αποθάνης και εμένα με παρακινείς να ζήσω εις ειρήνην; σκληρέ, εσύ λοιπόν θέλεις οι ημέρες μου να είναι θλιβερές και ανυπόφερτες· όχι, όχι, θέλω να σε συντροφεύσω, και να κατεβώ μαζί σου εις τον άδην· δεν θέλω ο Ταχέρ, ο μισημένος Ταχέρ, να χαρή τον θάνατόν σου· θέλω κάμει να γνωρίση ο κόσμος, ότι προτιμώ καλύτερα να αποθάνω μετ' εσένα, παρά να ζήσω με τον Ταχέρ.

Σου τα είπα χίλιες φορές. Αυτές οι μαννάδες, σα δεν έχουν τα παιδιά τους δεμένα να τα τραβούνε σα σκυλάκια μαζί τους, ησυχία δε βρίσκουνε. Μα τώρα δεν μπορώ να πω πως δεν έχει και δίκιο. Δε δυνήθηκα να κατεβώ Απατός μου στη χώρα, κι άρχιζα να υποψιάζουμαι πως θα ξεφύγης πάλι δίχως να σ' αξιωθούμε στο σπιτικό μας. Μόνο που γλήγορα θα μ' έχης πάλι στη Βαβυλώνα. Δέσπω. Στη Βαβυλώνα!

Ως καλλίτερον λοιπόν έκρινα να κατέβω με την βοήθειαν κανενός εξ αυτών και να υπάγω προς τον Βοιωτόν Τειρεσίαν διά να μάθω παρ' αυτού, αφού ήτο μάντις και σοφός, ποία είνε η καλλιτέρα ζωή, την οποίαν πρέπει να προτιμήση ο φρόνιμος άνθρωπος• και αμέσως ανεπήδησα και έτρεξα με σπουδήν και κατ' ευθείαν εις την Βαβυλώνα.

Μήπως μπορούσα να βγω από το δάσος και να κατέβω στην πεδιάδα, για να σας την παραδώσω; Δεν είχατε δώσει διαταγή να μας πιάσουν νεκρούς ή ζωντανούς; Αλλά και σήμερα όπως τότε, είμαι έτοιμος, ωραίε Άρχοντα, να προκαλέσω οποιονδήποτε και να υποστηρίξω σε μονομαχία, εναντίον όποιου θέλη, ότι ποτέ η Βασίλισσα δεν είχε για μένα και ποτέ εγώ δεν είχα για τη Βασίλισσα έρωτα τέτοιον που να σας προσβάλλη.

Μας πήρανε τα νερά, καπετάνιο. Ένα μπόι νερό. Γκουπ και γκουπ το σκαμπανέβασμα, μας σακάτεψε. Και στάθηκε χωρίς να πη άλλο λόγο. Ο Καπετάν-Μοναχάκης συλλογίστηκε. — Φλώκο παιδί μου, έλα στο τιμόνι να σκαντσάρης τον τιμονιέρη. Εγώ θα κατεβώ να ιδώ τι γίνεται, κι' ας ετοιμάσουν την τρούμπα. Προχώρησε με κόπο. Οι πόνοι τον έσφαζαν. Κομματιασμένος σε δυο. Σε λίγο ήρθε πάλι απάνω.

Και που πονεί γιατί τόσοι κρυμμένοι θησαυροί χάνονται. Ξέρεις, Μαρία, πώς θα ήσουν θαυμάσιος δικηγόρος, μεγάλος απόστολος. Μ α ρ ί α. Μα εμείς όλες πρέπει να είμεθα και το ένα και το άλλο. Πρέπει να φύγω γιατί δεν ξέρεις• δε σούπα την ευχάριστη είδησι. Η μητέρα έρχεται τώρα σε λίγο και πρέπει να κατέβω να την πάρω από το Σκούταρι. Μπράβο σου! Η μητέρα σου έρχεται.

ΦΛΕΡΗΣΛέλα! ΛΕΛΑΆκουσέ με. Αχ! θεέ μου, κάποιος έρχεται. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ και οι παραπάνω. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΟρίζεις τίποτε, κύριε Τάσσο; Θα κατεβώ ως κάτω να πάρω την κυρία Δώρα. Όπου νάνε θα γυρίση η κυρία Δώρα .. . ΦΛΕΡΗΣΠήγαινε, Αργύρη. Καλά. Αν θέλη να μείνη ακόμα η κυρία Δώρα με τα κορίτσια, πες της πως είπα να μείνη.

Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ'λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ'μέρι με την παρέα, εδώ. — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης. . . . Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε. Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, βάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον.