United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσο η Βαβυλώναπού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχηέλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; · Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ.

Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλλίτερα όχι. Δέσπω. Σαν τι λογής; Αρετ. Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη!

Μα είνε μάλαμα η καρδιά του· κάκια τι θα πη δεν το ξέρει. Αρετ. Μαννούλα, εσείς με τα ξεφωνητά σας και γω λούζουμουν μονάχη μου. Για δες τα μαλλιά μου πως θρούνε σαν το μετάξι. Καθίζω τώρα και μου τα πλέχνεις, να σε χαρώ, γιατί όπου να είνε θα φανούνε κ' οι άλλοι. Δέσπω.

Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά; Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης. Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη.

Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση. Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω.

Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα πουΠιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ! Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω. Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί.

Το ξέρω πως κομμάτια με κόβει, κι ως τόσο πόνο δεν νοιώθω. Πέτρα έγινα, και μήτε στάλα δάκριο δε στάζουν τα μάτια μου. Γαρουφ. Ο Θεός μας τη δίνει αυτή τη χάρη, κερά μου, σαν πλακώνουνε μεγάλοι καημοί. Είνε μεγάλος ο πόνος σου, κερά Δέσπω, μα στοχάσου μια και τι χαρές που σ' απαντέχουνε σα μεταγυρίση καμιά μέρα ο Κωσταντάκης και τη φέρη με το πρώτο πρώτο αγγονάκι σου.

Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένοςΔέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή.

Το Θεό σου βάζω εγγυτή και τους Αγιούς μαρτύρους, πως αν τύχη κ' έρθη πίκρα για χαρά, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια, ο χάρος να τόχη τριγυρισμένο το σπιτικό μας, στα δόντια του μέσα να σπαρταρούμε, στη μαύρη τη γης να μας κρυοσέρνη, τα σπλάχνα της να μας μαυροτρώνε, πάλι θα κάμω ζωή και φτερά και θα σου τηνε φέρω την Αρετούλα. Δέσπω.

Είτανε νάρθουν πρωί κι ακόμα δε φάνηκαν. Πρέπει να τους κράτησε άλλη μια βραδιά στη χώρα ο Κράλης που ήρθε για δουλειές από τη Βαβυλώνα. Το ξέρεις πως είνε παλιός μου φίλος ο Κράλης, από τον καιρό που άρχισα να ταξιδεύω στα μέρη τους. Η ίδια. ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Δέσπω. Έχει το αίμα του μακαρίτη· θαρρώ πως τονέ βλέπω μπροστά μου σαν ξεφωνίζη.