United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλο δείγμα βρίσκεται στο Θεοφάνη, εκεί που περιγράφει τον τρόπο που πείραζαν οι Πράσινοι το δύστυχο εκείνονα πούμοιαζε του Μαυρίκιου, και που αφού τονέ φορέσανε «σαγίον μαύρον» και τονέ στεφανώσανε με σκόρδα, τονέ καθίσανε σε γαδούρι και του φώναζαν· «Εύρηκε την δαμαλίδα απαλήν, και ως το καινόν αλεκτόριν ταύτη πεπήδηκεν, και εποίησε παιδία ως τα ξυλοκούκουδα.

Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλλίτερα όχι. Δέσπω. Σαν τι λογής; Αρετ. Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη!

Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα

Την εύρηκε που διάζονταν μεταξωτά διασίδια, Μες στη πλατειά της την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη, Κι’ έπεσε στα ποδάρια της και με καημό της λέγει: —Λυπήσου, Μάρω μια ψυχή, που καίγεται για σένα! Λυπήσου με το δύστυχο, τον ποθοπλανταγμένο, Και δος μου την αγάπη σου και δος μου την καρδιά σου. Να μη με φάη παράκαιρα της γης το μαύρο χώμα. Λυπήσου και τη μάννα μου, που άλλο παιδί δεν έχει.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, στο άντρον του Πανός πούνε βωμοί κοντά του. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! εδοκίμασα εκεί λαχτάρα εγώ μεγάλη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Λαχτάρα, ποιάν; στα λόγια σου τα δάκρυα μου τρέχουν. ΚΡΕΟΥΣΑ Δύστυχο γάμο άθελα έκαμα με το Φοίβο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! τάχα ναν' αυτό που είχα καταλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν ξέρω• την αλήθει' αν λες, θα σου τ' ομολογήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και την αρρώστια την κρυφή πότε είχες υποφέρη;

Κ' έτσι σαν ήρθε στα ρηχά, δεν είχε πια δύναμη το δύστυχο να ξετιναχτή και να ξεκόψη. Είτανε μια χαρά να τη βλέπης σπαρταριστή στα χαλίκια απάνω τη συναγρίδα εκείνη. Έπρεπε να χάση τη ζωή του αυτό το ψάρι, να μας τη δώση εμάς.

Ο χρόνος σ’ εφανέρωσεν, εκείνος όπου όλα ξέρει να φανερώνη° τον γάμον τον αποτρόπαιον, που σπάρθηκες και που ’σπειρες, αυτός καταδικάζει. Αλλοί σου του Λαΐου, τέκνο δύστυχο, άμποτε να μη σ’ έβλεπα! Δέρνομαι και μυρολογώ και γόους αφήνω από το στόμα. Όμως από σε σώθηκεν η πόλις από τα δεινά κ’ ημπόρεσα να κλείσω μάτι.

Όλο τον κόσμο τονέ χωρεί η καρδιά του, ως και την Κόλαση με τους μύριους και μύριους αμαρτωλούς της. Στόματα γυρεύει να κηρύξουνε στη γης την αληθινή την αγάπη, χέρια γυρεύει να βοηθήσουν τα τυραννισμένα παιδιά του. Φόρεσε τα μαύρα τα σημάδια της αγιωσύνης, και γύριζε μέσα στο δύστυχο το χωριό μας που ο χάρος είνε γραμμένο να το κάμη φωλιά του.

Τότ' είπε ο θεοπρόσωπος γιος του Δαρδάνου ο γέρος «Πιος είσαι εσύ, καλό παιδί; πώς λέγουνται οι γονιοί σου; Πώς μ' αρχοντιά μού παίνεσες το δύστυχο παιδί μου

Γιατί έλαμψε απ’ του Παρνασού την κορυφή τη χιονισμένη χρησμός, όπου προστάζει μας να βρούμε το φονιά, γιατί συχνάζει στ’ άγρια τα δασωμένα μέρη, στ’ άντρα, στους βράχους και σαν ταύρος με το πόδι του, το δύστυχο ο δυστυχισμένος, το μάντευμα το Δέλφιον, που από τον ομφαλόν της γης εστάλη, μακριά να διώξη θέλει. Όμως το θεϊκό μάντευμα πετάει πάντα ζωντανό τριγύρω απ’ τον δυστυχισμένον. Στροφή β΄