Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Ένας πόνος απέραντος με πνίγει, θα πεθάνω από τον καημό. Η καρδιά μου φουσκώνει, και τα κλάματα γίνουνται πλημμύρα μέσα στην ψυχή μου. Όχι! όχι! δεν πρέπει να κλαίω, να τη λυπούμαι. Κατεβαίνω τη σκάλα. Λέλα μου, είσαι συ; Είναι η Λέλα με τη γλυκειά της τη φωνή· να της πάλε που ανεβαίνει σαν και πρώτα. Να η αγγελοκαμωμένη, η πιο θεόμορφη απ' όλες. Ο κόσμος δεν είδε τέτοια κόρη.

Ως και του χωρισμού τον καημό μέσα μου θα τον πνίγω να μην κακοκαρδίζω τον άντρα μου. Δέσπω. Όχι, τίποτας, παιδί μου, τίποτας να μην κρύβης. Τούκρυψες μια καρφοβελώνα; Μια και να το μυριστή, είνε καλός του σπιτιού τα θεμέλια να ρίξη για να τη βρη. Για όνομα Θεού, κόρη μου, τίποτας να μην κρύβης από τον άντρα σου. Τον έχασες, μια και το νοιώση πως έχεις κρυφούς καημούς.

Αφίνοντας λοιπόν την κρίση ερχούμαστε στη δήγηση, μ' έναν όμως κρυφό καημό που τα χρόνια εκείνα μας τα θόλωσε ο Ιουστινιανός όχι μονάχα με μερικά άσκοπα, κι άκριτα κατορθώματα, μα και με πιώτερη από τη χρειαζούμενη λατινικήας πούμε πάχνηπου λες και ζητάει να μας την ολοσκεπάση τη Ρωμιοσύνη.

Η ζούλια είναι ένας φόβος που σε πιάνει μήπως χάσης εκείνο που θαρρείς πως είναι δικό σου, ή που τόντις είναι δικό σου· άμα τόχασες, άμα διής πως πια δικό σου δεν είναι, πάει η ζούλια κι αρχίζει άλλος καημός. Αφτό τον καημό, μπορείς όπως θέλεις να τον πης, πότε απελπισία, πότε ανελπισιά, πότε θυμό, πότε πίκρα. Όποιος όμως αγάπησε με τα σωστά του, τέλειωσε, πάει, δε θα ξαναγαπήση.

Και στου Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμα. 160 Γύρω στο γέρο στην αβλή οι γιοι του καθισμένοι πικρά με δάκρια μούσκεβαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος στη μέση κάθουνταν, βαθιά χωμένος μες στην κάπα, κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν. 165 Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν απ' των αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.

Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο: — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!

Και σαν την είδε κι' έκλαιγε, την πόνεσε η ψυχή του, και τρυφερά τη χάιδεψε και με καημό της είπε 485 «Μη μου βαριοπικραίνεσαι, γυναίκα, και κανένας, αν δεν το γράφει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει. Ειδέ απ' το ριζικό κανείς δε θα σωθεί ποτές του, θες αντριωμένος θες δειλός, μιας που βρεθεί στον κόσμο.

Τον πήρε αγάλι' αγάλια πρώτα στο μπουζούκι του, τον έπαιξε με προσοχή, με πολλή τέχνη, έβγαλε μέσ' απ' εκείνο το ξύλο κι από τα τέλια ένα κομμάτι ψυχής αρμονικά ερωτοχτυπημένης και το άφησε να ξεθυμαίνη στη δροσιά και στη σιγαλιά της φεγγαροστολισμένης νύχτας αγάλι' αγάλια με ξεψύχημα, με καημό, με πονεμένη αρμονία, με μια γλύκα πόμπαινε ίσα στη ψυχή και την έσφιγγε και τη λίγονε και στενοχωρούσε, και την έκανε να στέλνη αναστεναγμούς φλογισμένους στα χείλη οποιανού τον άκουε.

Θάλεγες πως τα κορμιά τους ήταν εκεί, κι ο λογισμός του έτρεχε μακριούς, μακριοπερπάτητους, τραχιούς κι ανάντιους δρόμους. Σιγά, δίχως κι αφτοί να το νιώθουν γιατί, μπορεί για ναλαφρώσουν το φαρμακερόν τους τον καημό, τόσκουξαν λιγάκι το πικρό το τραγούδι τους· κατάπικρο σαν τους μάβρους τους λογισμούς, που παραδέρνουν του κουρασμένου νου τους θλιβερούς τους πόνους.

Η ζούλια, φίλε μου, είναι μια καταχνιά που κυλιέσαι μέσα της δίχως να βλέπης πια τι σου γίνεται, που κάθε ώρα φοβάσαι, που τρέμεις να μάθης κι όλο γυρέβεις να μάθης, που δε θέλεις μάτι να την κοιτάξη κι ανέμου φυσιματιά να την αγγίξη, που σε πιάνει φρίκη μήπως σε ξεχάση μια στιγμή, που ησυχία δε βρίσκεις, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι λίγη, γιατί είναι απέραντος ο πόθος της ψυχής και δε χορταίνει, γιατί όλα μας αποχαιρετούν, όλα ένα ένα μας αφίνουν, εκεί που τα ζητούμε αιώνια όλα, γιατί άμα σου πη μια γυναίκα πως σ' αγαπά και την αγαπήσης εσύ με το χτύπημα της καρδιάς σου, άρχισε η μεγάλη ταραχή, ξεφυτρώνουν οι υποψίες, σκιάζεσαι με το παραμικρό, με το πιο ασήμαντο πράμα, δεν μπορείς να γλυτώσης από τον καημό, όχι τάχατις πως την έχεις άπιστη εκείνη, όχι πως αλήθεια σε γελά, μα γυρέβεις μια αγάπη που ο κόσμος δε θα στη δώση, μια ατέλειωτη αγάπη, μια αγάπη ακέρια και παντοτεινή, που σύννεφο δεν την είδε, που τίποτις δεν τη λιγοστέβει, μια αγάπη που κάθε λογισμός της αγαπημένης να είναι δικός σου, που μήτε η ομορφιά τουρανού μήτε της άνοιξης τα χάδια να μην είναι άξια να μαγέψουν τη μονάκριβη κόρη, να της βάλουν, ας είναι και μια στιγμή, άλλη ιδέα στο νου της, άλλη χαρά, ξένη χαρά στην ψυχή της, μια αγάπη που, θέλει δε θέλει, να μην μπορέση να σε γελάση, ας είναι και με το φύλλο που παίζει, ας είναι και με το φως που λούζει το πρόσωπό της, μια αγάπη που πρέπει να είναι όλη της για σένα και μόνο, να τη βαστάς, να τη φυλάης πλάγι σου κάθε ώρα, σαν το φιλάργερο που κρύφτει το μάλαμά του, για να μην το λερώση κι ο ήλιος ο ίδιος.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν