United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ξανατυπώνω σήμερις χωρίς πολλά διορθώματα, μόλις με δυο τρεις αλλαγές πού και πού. Παρακαλώ τον αναγνώστη να μην ξεχάση πως είναι το πρώτο μου και πως ο ίδιος δεν έχω και τόσο μεγάλη ιδέα γι' αφτό μου το δοκίμιο· θα δη και κάμποσα, μέσα, που τώρα δεν τα συνηθίζω πια.

Η Αφέντρα δεν ανησύχει, είξευρεν ότι ο σύζυγός της ήτον «αργοστόλιστος». Ωμοίαζε με την νύμφην που αργεί να στολισθή και, ως νύμφη, επερπατούσε καμαρωμένα. Α! νύμφη! . . . Υπήρξε και αυτή νύμφη . . . Το ενθυμείτο ακόμη . . . Και πώς να το ξεχάση; Οκτώ χρόνια, η πενθερά της, «τους είχε ψήσει το ψάρι εις τα χείλη», αυτής και των οικείων της. Ο Αγάλλος ήτον περιμάχητος γαμβρός.

Ο λαός δε θα ξεχάση τόνομά του· όσα είπε θα μείνουνε στη μνήμη του λαού. Για να φανούν αριστουργήματα, χρειάζουνται δυο πράματα μόνο· νους μεγάλος και λόγος απλός. Ένα γερό κεφάλι δε γυρέβει πώς να φαντάξη, πώς να ξεσκονίση μέσα από τα βιβλία καμιά σπάνια λέξη, για ναπορήσουμε με την τέχνη του. Δε γράφει για να φαντάξη. Δεν του μέλει για έπαινο και για δόξα· μήτε ξέρει τι είναι έπαινος και δόξα.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Και σεις, παιδιά, τα ακούσατε τα λόγια του πατέρα. Είπε πως δεν θα παντρευτή και δεν θα με ξεχάση. ΑΔΜΗΤΟΣ Το είπα κ' είμαι έτοιμος και να το κάμω. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Τότε πάρε τα από τα χέρια μου τα δύστυχα παιδιά μας. ΑΔΜΗΤΟΣ Τα δέχομαι, απ' τα χέρια σου, αγαπημένα χέρια, αγαπημένην προσφορά. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Γίνου εσύ μητέρα στη θέσι μου.

Την θλίψιν δια τον φόνον του αγαπητού μας αδελφού διεδέχετο η αμείλικτος οργή κατά του φονέως. — Καμμιά φορά, μοι έλεγε κατ' ιδίαν ο αδελφός μου, ενόμιζον πως άρχιζε να ξεχνά τον Χρηστάκη, μα ποτέ δεν την είδα να ξεχάση τον φονιά του. Καθ’ όλον το μεταξύ διάστημα ούτε Δεσπότη, ούτε Καϋμακάμη αφήκεν ήσυχον διά να εύρουν τον φονέα του τέκνου της.

Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση, Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση· Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι, Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι, Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185 Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει. Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται, Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.

Θαρρώ πως δεν πρέπει κανείς, σα βάζει πρόσωπα σ' ένα ρομάντζο, να προσέχη μόνο στον τόπο που βρίσκουνται τα πρόσωπα, στα σπίτια, στις κάμαρες, στους μπερντέδες, στα χαλιά, μα να προσέξη πολύ περισσότερο στην ψυχή, τόσο μάλιστα να προσέξη που να ξεχάση τον τόπο και να βλέπη την ψυχή μονάχα.

Σε συλλογιούμουνα στο Πυργί κ' έχυνα δάκρια πικρά. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα να πιστέψω πως ο Χάρος μια μέρα θα πη της αγάπης μας· Έλα, έλα, και δω θα τελειώσης! Δεν το πίστεβα πως ο κόσμος μια μέρα θα σε ξεχάση. Σήμερα πια δε φοβούμαι το Χάρο· η αγάπη μας δεν έχει τέλος κι ο κόσμος δε σε ξεχνά.

Είναι εύκολο θαρρείς να ξεχάση μια γυναίκα το πρώτο της το στεφάνι; Αν μάθαινα πως απέθανε, χωρίς άλλο θάπαιρνα τον απόθωρό μου και θα ξαναπαντρεύομουν, αλλά ποιος μου είπε πως απέθανε; Ύστερα, πώς να ξεχάσω έναν άντρα, που δεν τον γνώρισα σαν άντρα, παρά μόνο σαν αδερφό; Ξέρετε τι θα ειπή αυτό; Μια βδομάδα μοναχά ζήσαμαν αντάμα, σαν αδέρφια αγκαρδιακά, κι' ύστερα... πάη, πάη, κι' ακόμα πάη!.

Μερόνυχτα κλεισμένος στο δωμάτιό του ξεφύλλιζε τα προγονικά κειμήλια και άναβε σαν το σίδερο στη φωτιά. Οι άνθρωποι που μνημονεύονταν εκεί μέσα, οι άθλοι που τραγουδιόνταν, του θάμπωσαν λίγολίγο το νου. Τον έκαμαν να ξεχάση τα νωπά κατορθώματα του πατέρα του και τον ίδιον τον πατέρα του. Μόλις που τολμούσε να μολογήση πως ήτανε γιος του.