United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βούτηξε τότες στο γιαλό τ' όμορφο φως του ήλιου, 485 σκοτάδι απάνου σέρνοντας στη γης την καρποδότρα. Κι' έδυσε ο ήλιος άθελα των Τρώων, μα οι Αργίτες με πόθο μ' αναγάλλιαση τη σκοτεινή είδαν νύχτα. Τότε ο λεβέντης Έχτορας με το στρατό απ' τα πλοία τραβάει, και κάνει συντυχιά κοντά στο χόχλιο ρέμα, 490 σε λόφο απ' όθες φαίνονταν ως πέρα ο κάμπος όλος.

Αλλά ο Ύβαινος είναι χαρούμενος. Η Ιζόλδη φεύγει και ο Ύβαινος την οδηγεί. Η απαισία συνοδεία κατεβαίνει έξω από την πόλι. — Πήραν το δρόμο που είναι κρυμμένος ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης αφήνει κραυγή: — «Τι θα κάμης; Να η φίλη σου!» Ο Τριστάνος τραβάει τάλογό του όξω από το θάμνο. — Ύβαινε, αρκετά της κράτησες συντροφιά. Τώρα άφησέ τη, αν θέλης να ζήσης!» Ο Ύβαινος ξεκουμπώνει το μαντύα του.

Έτσι την είχε δει την μέρα της φυγής, ακίνητη εκεί πάνω, όμοια με καπετάνιο που εξερευνά με το βλέμμα το μυστήριο της θάλασσας… Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.

Κι' άψε σβύσε πέρασε ο Αίας, κι' έτρεχε αποκοντά ο Δυσσέας, λες κόλναε, όπως γυναικός κοντά 'ναι το καλάμι 760 στα στήθια της, σαν το τραβάει με προκομένα χέρια και διάμεσα του στημονιού τινάζει το μασούρι· έτσι έτρεχε κι' αφτός κοντά, και πίσω με τα πόδια πάταε τα χνάρια πρίν χυθεί ο κουρνιαχτός τριγύρω, και στο κεφάλι ανασασμό τού φύσαε, πιλαλώντας 765 πάντα βαρβάτα, ενώ ο στρατός του ζητωκράβγαζ' όλος θαρρύνοντάς τον πούκανε τα πάντα να κερδίσει.

Μα αφτός τον Έχτορα, αφού πριν του θέρισε τα νιάτα, 50 δετό απ' αμάξι τον τραβάει στου βλάμη του τον τάφο γύρω τριγύρω· μα άπρεπα το κάνει, δίχως σκέψη... Μην πια θυμώσουμε κι' εμείς, κιας είναι θεοπαίδι, τι να μ' αφτό το πάθος του σε Γη κουφή αμαρταίνει

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.

Και τώρα, τέλος δίνοντας στο λόγο μου, σας λέω ν' ακούσετε εις τους χρησμούς, που ήλθατε εδώ πέρα να λάβετε:— Πάρ' το παιδί και πήγαινε στη χώρα του Κέκρωπος, ώ Κρέουσα, και βάλε το στο θρόνο• αφού αυτός απ' τη γενειά τραβάει του Ερεχθέως, έχει και το δικαίωμα στη χώρα τη δική μου να βασιλεύη, κ' ένδοξος θα γίνη στην Ελλάδα.

Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας 400 «Βρε δώρα αλήθια μια φορά π' ορέχτηκε η καρδιά σου! τ' άτια που του Πηλέα ο γιος τραβάει! μα αφτά να λάβει άλλος θνητός σα ζόρικα θαρρώ και να τα ζέψει, εξόν αφτός που θέϊσσα τον γέννησε μητέρα.

Εκεί που ταξιδεύεις όπως θέλει ο Θεός, πέφτει ο άλλος σαν το στραβό απάνω σου και σ' έκοψε στα δύο. Τώχει τίποτε ο Εγγλέζος στο μεθύσι του απάνω να σε κάνη χίλια κομμάτια; Τι τον μέλει αυτόν; Σ' έκοψε και τραβάει τη δουλειά του. Εγγλέζος είν' αυτός! Η Ουρανίτσα κατάπινε τα λόγια του Λαλεμήτρου σα φαρμάκι. Μα κάτι την έτρωγε μέσα της, νακούη κι' άλλα.

Είπε, και τρέχει ο Όνειρος σαν άκουσε το λόγο, και χέρι χέρι ως στα γοργά καράβια κατεβαίνει κι' εκεί τραβάει κατά το γιο του ξακουσμένου Ατρέα. Και κοιμισμένο μέσα εκεί τον βρήκε στην καλύβα, κι' ύπνος αθάνατος παντού είταν χυμένος γύρω.