United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξαναπηγαίνει ο Γκιώνης, μεταψάχνει και δε βρίσκει τίποτε και ματαγυρίζει μ’ αδειανά τα χέρια, χωρίς το βετούλι. Και για να μη το πολυλογούμε πήγε κι’ ήρθε πολλές φορές στο λάκκο, χωρίς να βρη και να φέρη το βετούλι. Τότε ο Μαλώνης, θυμωμένος, τραβάει μια το ψαλίδι και σκοτόνει το Γκιώνη, και κινάει για το λάκκο μόνος του να βρη το βετούλι.

Δεν θέλει να καταλάβη πως η κόρη του βρίσκεται στην οδοντοφυία του έρωτα. Είναι η τρίτη οδοντοφυία, να σας χαρώ, που τραβάει ο άνθρωπος. Τα πιο καλά πλάσματα γίνονται γκρινιάρικα. Σας αρέσει η θεωρία μου; Η θεωρία σου είναι καλή. Πρόσεξε μονάχα μην ξαναβγάλης, γιατρέ, τους φρονημίτες, που καθώς φαίνεται τους έχασες. ΒΕΡΑΒλέπετε, γιατρέ, πως εξακολουθεί να είναι κακός ο κ. Φλέρης.

Κι εκείνος με το χέρι αμπώχνει τ' αρχοντόπουλο αλάργα από κοντά του· κι' ο Αγαμέμνος μια ακόντια του ζάφτει στο λαγγόνι και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και βάζοντας το πόδι στα στήθια απάνου, όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. 65

Ζήτησε πρώτα νάμπη ο Βελισάριος από την πόρτα του «έλικα», της σκάλας δηλαδή του καθισμάτου, μα τη βρήκε μανταλωμένη μέσαθε. Τραβάει τότες κατά τη μεγάλη θύρα δυτικά στο κάθισμα, στη βενέτεια τη στοά, και χώνεται μέσα στο ιπποδρόμιο. Ο Μούνδος πάλε με τους δικούς του μπήκε από τη Νεκρή πύλη του ιπποδρομίου. Θρούβαλα έπεσε αμέσως όλη η στάση.

Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι' αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ήσκιους και δροσιές. — Λεβέντικο δέντρο!... έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ' το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του.

Αχ, τι φωτιά τρέχει μέσα στις φλέγες μου, όταν το δάκτυλό μου απροσδοκήτως εγγίξη το ιδικό της, όταν τα πόδια μας υπό την τράπεζαν συναντώνται! Τραβιώμαι πίσω, σαν από φωτιά, και πάλιν μία μυστηριώδης δύναμις με τραβάει μπροστάεπέρχεται ζάλη, εις όλας τας αισθήσεις μου. — Ω! και η αθωότης της, η απλή ψυχή δεν αισθάνεται πόσον αύται αι μικραί οικειότητες με βασανίζουν!

Μοναχά σε κάθε ακρογιαλιά της Με κάνα λιανολίθαρο παίζουν ή με λουλούδι Και μουρμουρίζουν, 'σάν παιδιά, κάνα γλυκό τραγούδι. Άξαφνα απ' τ' Αντιλικού τώμορφο τ' ακρογιάλι Ένα μονόξυλο μικρό μ' ένα πανί προβάλλει. Τραβάει προς του Μεσολογγιού το κάστρο, κι' από πέρα 'Σάν απ' τη λίμνη φαίνεται να βγαίνητον αθέρα Άσπρο πελώριο φάντασμα. Ανοίγουν τα κουπιά του Σαν τα φτερά του γερακιού.

Γιατ' η πόλις έχει ανάγκη από φρόνησι μεγάλη• και μην κάμης ό,τι είπαν ή εκάμανε οι άλλοι. Γιατ' ο κόσμος εσιχάθη βλέποντας να κακοπάνε όλο τα παληά τα λάθη. Μην αργής• μα κάθε σκέψι που ο νους σου μέσα κλείνει κάμε γρήγορα να γίνη• κι' όποιος γρήγορα τραβάει, και δεν πάει γάλι-γάλι, στο κοινόν, όπου τον βλέπει, έχει πέρασι μεγάλη.

Και να ο Έφις, νικημένος από τον ύπνο, νομίζει ότι ονειρεύεται μη μπορώντας ν’ ανοίξει τα βλέφαρα: βλέπει τον γέρο τυφλό να ανακάθεται, να στήνει αυτί, ν’ ακουμπά το χέρι στον κορμό της βελανιδιάς, να σηκώνεται και μετά από μια στιγμή δισταγμού να τον πλησιάζει και με το γαμψό του χέρι να τραβάει το δισάκι σαν να το ψαρεύει μες στο σκοτάδι.

Μον ίσα τώρα απάνου του τραβάμετα κοντάρια μη λυπηθείςκι' ας δούμε δα, :θα σφάξει εδώ τους διο μας και ματωμένα λάφυρα θα πάει στα τρεχαντήρια, 245 ή και θα πέσει πρώτα αφτός απ' το βαρύ σου τ' όπλοΈτσι είπε, και με πονηριά τραβάει ομπρός η πρώτη.