United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδα εγώ και βουβάλι που ερωτεύτηκε και, σαν να το κέντησε η μυίγα, εμούγκριζε· και τράγο, που αγάπησε γίδα και την ακολουθούσε παντού. Κ' εγώ ο ίδιος σαν ήμουνα νέος ερωτεύτηκα την Αμαρυλλίδα· και μήτε φαΐ θυμώμουνα, μήτε πιοτό έβαζα στο στόμα μου, μήτε κοιμώμουνα.

Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, πιάνουν οι νιοι κι' εφτύς πιοτό γιομίζουν τα κροντήρια 470 ίσα ως στα χείλια, κι' έπειτα γύρω κερνάν να πιούνε, αφού τ' Απόλλου τούσταξαν με τα ποτήρια πρώτα. Έτσι όλη μέρα με χαρές μαλάκωναν το Φοίβο, του προφυλάχτη ψέλνοντας και το χαριτωμένο δοξολογώντας γιατρεφτή· κι' άκουγε αφτός με γλύκα.

«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις• όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας 240 τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε. ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν• και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων. κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου, 'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. 245 αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου».

Τότε εθαύμασε για πρώτη φορά και τα μαλλιά της ότι ήτανε ξανθά και τα μάτια της ότι ήτανε μεγάλα σαν του βωδιού, και το πρόσωπό της πιο άσπρο αληθινά κι από το γάλα των γιδιών, σαν να πρωτοαπόκτησε τότε μάτια κι' όλο τον άλλο καιρό πριν ήτανε στραβός. Μήτε φαΐ έτρωγε πια παρά όσο για να το δοκιμάζη· και πιοτό, αν καμμιά φορά ένοιωθε ανάγκη, έπινε μόνο όσο για να βρέξη το στόμα του.

Αχ, δεν τα μεγαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κ' οι πραματευτάδες, κ' οι αρχόντοι, κ' οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες. Από τον Παράδεισο του παπά Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ Διαμαντή την ταβέρνα. Κ' έτσι περνάει και ξεχνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κ' η ζωή.

Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Όταν βλέπη ότι ο ένας αρχίζη να πειράζη τον άλλον, φωνάζει «φθάνει, φθάνει πλέον», τους συμφιλιώνει με τα παρακάλια του, και ύστερα συμφιλιώνει και τον εαυτον του με το πιοτό. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ναι, αλλά έτσι το λογικό του πρέπει να του φεύγη πολύ εύκολα. Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να τι είναι να ανακατώνεται κανείς με μεγάλους.

Τότε, σαν πιάσθηκεν αυτός, ευρέθη στην ανάγκην το σχέδιο το τολμηρό ευθύς να μαρτυρήση με το πιοτό της Κρέουσας• αμέσως τους συνδείπνους έξω καλεί το μαντικό του Απόλλωνος παιδί, και πάει μπροστά στους άρχοντας τους πυθικούς, και λέει: Γη ιερά! το θάνατο η κόρη του Ερεχθέως με φάρμακα μας έδωκε!

Εμπρός, ολίγη μουσική! Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Κύριέ μου, δώσε μου την άδειαν να σου ειπώ έναν λόγον. ΑΜΛΕΤΟΣ Και ολόκληρην ιστορίαν, Κύριε. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ο Βασιλέας, Κύριε, — ΑΜΛΕΤΟΣ Ε! τι γίνεται; ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Αποσυρμένος εις τα δωμάτια του πάσχει φοβερά. ΑΜΛΕΤΟΣ Από το πολύ πιοτό, Κύριε; ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Όχι, Κύριέ μου· από χολήν κάπως.

Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθητο γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη• «δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355 ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου. ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας• αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».

Μετά την αποφυλάκιση του πήγε στο Παρίσι, έπειτα στην Νεάπολη και καταστάλαξε ξανά στο Παρίσι, όπου εκθρονισμένος βασιλιάς του θεάτρου και της μόδας αποζητούσε στο πιοτό λήθη και παρηγοριά.