Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Εγώ 'χα όρκο να τση βγάλω τη γλώσσα με το ρασόπανο, γιατ' ήμαθα πως αυτή τούβγαλε το παρανόμι, μα σαν ήκουσα τα παινέματα που τούκανε, τση συμπάθησα. Οι Τούρκοι είνε να πιούνε φαρμάκι κι ο Σαμπρής λέει και μαρτυρά πως δεν είδ' ακόμη τόσο χεροδύναμο άντρα. — Κιο Μουντίρης;.., είπεν η Ρηγινιώ με ανησυχίαν.
Δεν τάχασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δος του τότες κάχλανα ο κυρ Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλοια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες νά τονε δη τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του! Μύριες θωριές η Αμερισούδα!
Θυμηθήκανε αμέσως τα χθεσινοβραδυνά στην ταβέρνα του Σωφρόνη. Σκολάζοντας απ' τη δουλειά τους ο Γιώργης και οι δυο τους, κάτσανε να πιούνε ένα κρασί για ορεχτικό. Ο Γιώργης μάλιστα δεν ήθελε να κάτση. Ήτανε από μέρες συλλογισμένος κ' ήθελε και τώρα να πάη στο σπίτι του. — Καθήστ' εσείς, ρε παιδιά! Εγώ θα πάω στο σπίτι. Δεν είμαι τόσο καλά, δεν είμαι στα συγκαλά μου τούτες τις μέρες.
Άλλοι θαρθούν να πιούνε κι' άλλοι να τραγουδηθούνε στον ήσκιο του. Τσουγκρίσανε τα ποτήρια: «Θεός σχωρέσ' τονε!» — Έννοια σου και τίποτε δε θα μείνη σε τούτον τον κόσμο! είπε σιγά και θλιβερά ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης. Έχουνε και τα δέντρα τη μοίρα τους. Άλλα το τσεκούρι, κι' άλλα ταστροπελέκι, κι' άλλα το σκουλήκι στη ρίζα. Αυτό είνε το χειρότερο. Ο κρυφός καϋμός...
« Βλέπετε!.. Δούλοι είμαστε. » Τινάξτε, τη δουλεία! . ., » Τους Τούρκους τους δουλεύουμε » Εις ό,τι κι' αν μας 'πούνε, » Κι' αυτοί τηράνε,. . τα σκυλιά! . . » Το αίμα μας να πιούνε. » Εμπρός! Παιδιά μου, θ ά ν α τ ο ς » Πέτε, ή λ ε υ θ ε ρ ί α!»
Ευθύς τους πλησιάζει, τους χαιρετά και τους προσκαλεί νάρθουνε στο ξενοδοχείο του να φάνε μακαρόγια, πέρδικες της Λομβαρδίας, χαβιάρι μαύρο, και να πιούνε κρασί του Μοντεπουλστιάνο, δάκρυα του Χριστού, κυπριώτικο και σαμιώτικο. Η δεσποινίς κοκκίνησε, ο θεατίνος δέχτηκε κ' εκείνη τον ακολούθησε κοιτάζοντας τον Αγαθούλη μ' έκπληξη και ταραχή, ενώ δάκρυα θαμπώνανε τα μάτια της.
Έπεσε τότε αχώντας, και πλήγωσε βαθιά βαθιά κάθε Αχαιού τα σπλάχνα. Πώς λέοντας μαχονικάει κάπρι στεριοδοντάτο — σαν πολεμούν περήφανα σ' ολόρθο κορφοβούνι για μια πηγούλα, τι διψούν και θεν κι' οι διο να πιούνε — 825 και το σπαράζει, ενώ φυσάει και μάχεται ως στο τέλος· έτσι με τ' όπλο από κοντά και το Δαρδανοφάγο γιο του Μενοίτη ο Έχτορας έστρωσε εκεί στο χώμα.
Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, πιάνουν οι νιοι κι' εφτύς πιοτό γιομίζουν τα κροντήρια 470 ίσα ως στα χείλια, κι' έπειτα γύρω κερνάν να πιούνε, αφού τ' Απόλλου τούσταξαν με τα ποτήρια πρώτα. Έτσι όλη μέρα με χαρές μαλάκωναν το Φοίβο, του προφυλάχτη ψέλνοντας και το χαριτωμένο δοξολογώντας γιατρεφτή· κι' άκουγε αφτός με γλύκα.
«Η καρδία μου θα πάλλη πάντοτε υπέρ της Ηπείρου». ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Ω, πού με φέρεις, μάγισσα και πλάνα φαντασία! ............................................... Μη, μη με πας 'ς τα Γιάννινα! Εκεί με κυνηγούνε Οι Τούρκοι να με πιάσουνε, το αίμα μου να πιούνε. Άφσε μ' εδώ, 'ς τα ελεύθερα βουνά, 'ς την Αιτωλία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν