United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλος δίοπος έλεγε σε δυο ναύτες που δεν ακούανε τη διαταγή του: — Τι τάχω, μωρέ Θεούλη μου αυτά; Και τραβούσε τα δυο του κόκκινα γαλόνια. Άλλες ομιλίες ακούονταν από δω κι' από κει. — Σαν καλός είναι σήμερα. — Πέφτει τσεκούρι και τσεκούρι.,,, — Αυτό το ψοφήμι θα κάνεις τώρα άνθρωπο! — Πηγαίνανε μαζεμένοι όλοι σαν τραγιά..... — Το πίστεψες συ πάλι! Λάφρωσέ τα λιγάκι ό,τι να το γλυτώσομε.

— Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε . . . μα κ' εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεώρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράμματα . . . Σαν τώκοψε κ' ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγαις μέραις 'πέθανε . . . Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο. Γεννήσατε; — Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.

Μια χρονιά που δεν ημπόρεσε να εξέλθη προς φύλαξίν της, την έκαμαν «παραστόλιο» την εύσκιον καρυδέαν, «που της ήλθε της γραίας να την κόψη με το τσεκούρι». — Μήπως απόχτησε ποτέ τ' δήμαρχο αυτό το χωριό; έλεγε παραπονουμένη. Και είχε τόσα καλά να προφυλάξη ακόμη η γραία. Φύσει αγαπώσα την γεωργίαν ως είδομεν, είχε μεταβάλει τον αμπελώνα της εις αληθή κήπον. «Περιβολάκι» τον ωνόμαζε.

Εγώ από τον φόβον μου έως που να βγάλω εκείνα τα φορέματα και να ενδυθώ το ιδικόν μου ελησμόνησα εκεί μέσα το τσεκούρι και τα παπούτσια μου, και βγαίνοντας έξω από την σκάλαν, προτού να κλείσω την θύραν, βλέπω και ανοίχθη η γη, και ωσάν αστραπή εμβήκε μέσα το Τελώνιον.

Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει· έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι 485 μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα. Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι 503 στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.

Ο ράπτης με ερώτησε την αφορμήν αλλ' αιφνιδίως άνοιξε το έδαφος του σπιτιού, και παρουσιάσθη έμπροσθεν μας ο γέρων εκείνος· και με βλέμμα άγριον μου λέγει· δεν είνε ιδικόν σου τούτο το τσεκούρι και τα παπούτσια; και χωρίς να μου δώση καιρόν να του αποκριθώ, με άρπαξε από την μέσην και με ανέβασεν έως τα ύψη των νεφελών· έπειτα με μεγάλην ορμήν γυρίζοντας κάτω εκτύπησε την γην, και άνοιξεν ευθύς, και ευρέθημεν εις το υπόγειο παλάτι έμπροσθεν εις την βασιλοπούλαν.

Άλλοι θαρθούν να πιούνε κι' άλλοι να τραγουδηθούνε στον ήσκιο του. Τσουγκρίσανε τα ποτήρια: «Θεός σχωρέσ' τονε!» — Έννοια σου και τίποτε δε θα μείνη σε τούτον τον κόσμο! είπε σιγά και θλιβερά ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης. Έχουνε και τα δέντρα τη μοίρα τους. Άλλα το τσεκούρι, κι' άλλα ταστροπελέκι, κι' άλλα το σκουλήκι στη ρίζα. Αυτό είνε το χειρότερο. Ο κρυφός καϋμός...

Είνε και τούτος σεβαστός όπως είνε και τα λιθάρια σου». Τίποτα εκείνος· δεν έβλεπε τα δάκρυα της μάννας του, δεν άκουε τα λόγια τ' αδερφού του παρά κύτταζε κατάματα τους σοφούς. Εκείνοι στέκονταν αμίλητοι παρέκει και του έγνεφαν : χάλα! Και σαν είδε πως κανένας από τους αργάτες δε σήκωνε χέρι, άρπαξε το τσεκούρι και ρίχτηκε λυσσασμένος στον πλάτανο. Γκαπ! γκοπ! γκουπ! το τσεκούρι.

Μα και με τι μούτρα ν' ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλέον; πού ο Άγιος Γιώργης! Α, όχι· αν δεν εκατέβαινα καλά· μα τόρα πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμι. Πέτρα να εχτύπαγα το λιγότερο θα ερράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε.

Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.