United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο αίμα βουτημένος όπως ήταν, μαγριεμένο ανάβλεμμα, με μαλλιά αναφουφουλιασμένα αναπήδησ' ορθός. Εγούρλωσε το φοβερό του μάτι· εδάγκασε στα δόντια ματωμένο το μαχαίρι του. Ρίχτηκαν, σαν τα κοράκια στο κάρμα, οι άλλοι τόρα οι μακελάρηδες με τα κοντά μαχαίρια τα πλατιά. Ο ένας τράβαε το πόδι· άλλος τα κέρατα έσερνε· τρίτος να το ξεκοιλιάση επάλεβε, τα κοιλόμπουχά του να χύση.

Έτσι είπε, κι' έστειλε να παν τους άλλους βασιλιάδες, μα μείνανε τ' Ατριά οι διο γιοι κι' ο θεϊκός Δυσσέας 310 κι' ο Δομενιάς κι' ο Νέστορας κι' ο Φοίνικας ο γέρος ναν τον παρηγορήσουνε, που δίχως πια να πάψει βόγγαε· μα τίποτα για αφτόν παρηγοριά δεν είχε, ως νάμπει στης σφαγής ξανά το ματωμένο στόμα.

Έβαλα τότε όλα μου τα δυνατά να φύγω από την αγκαλιά της, αλλ' η άρρωστη μέσφιξε δυνατώτερα, τόσον που λίγυσε το σώμα μου προς τα πίσω. Κενώ με κρατούσε έτσι, έσκυψε και μούπε με το φριχτό της χαμόγελο: — Σιχαίνεσαί με, αι; Σιχαίνεσαί με; Κόλλησε το ματωμένο της στόμα στο δικό μου. Αλλά τότε, αντί ν' αντισταθώ, αφέθηκα κοι βυθίσθηκα σε μια ηδονή, που όμοια δεν είχα αισθανθή έως τότε.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Συλληφθείς ζων, διά προδοσίας προσεφέρθησαν μετά του αδελφού του Γεωργίου εις τον πασάν της Ηπείρου και έλαβον παρ' αυτού ποινήν σκληροτάτην, την της κρεμάλας. Μεταφέρομεν τον αναγνώστην εις το ακόλουθον δημώδες ψαλλόμενον άσμα. Απόψε είδατον ύπνο μουτον ύπνο που κοιμώμουν Θολό ποτάμι πέρασα, θολό και ματωμένο. Κι' ουδέ 'πό πέρα διάβηκα κι' ουδέ 'πό 'δώθε βγήκα.

Και δε σταμάτησαν παρά αφού τους έβγαλαν έξω από τα σύνορά τους σ' άλλα χτήματα. Κ' ενώ εκείνοι εκυνηγούσαν τους Μεθυμνιώτες, η Χλόη με πολλήν ησυχία φέρνει το Δάφνη στις Νύμφες και του πλένει το ματωμένο πρόσωπο, επειδή είχανε σπάσει τα ρουθούνια του από κάποιο χτύπημα, και βγάζοντας από το ταγάρι της ένα κομμάτι ψωμί και τυρί του δίνει να φάη.

Παθαίνουμε τις ίδιες αρρώστειες με τους ποιητάς κι ο τραγουδιστής μας δανείζει τον πόνο του. Πεθαμένα χείλη μας στέλλουν μήνυμα και καρδιές που έλυωσαν μπορούν να μας μεταδώσουν τη χαρά τους. Τρέχουμε να φιλήσουμε το ματωμένο στόμα της Φαντίνας κι ακολουθούμε τη Manon Lescaut σ' ολόκληρου του κόσμου τον γύρο. Δική μας η ερωτομανία του Τυριανού, κι ο τρόμος του Ορέστη κι αυτός δικός μας.

Δεν άφηκε η ψυχή του Άλλο σημάδι οπίσω της παράταχνό το στόμα, Σα μιαν αχτίδα φεγγαριούτο μάρμαρο του τάφου, Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένοτου γέροντα ταρματωλού τα κάτασπρα τα γένεια. Σπρώχνειτη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης, Κι' αρπάζει το δισάκκι του! 'Σ τη μια μεριά φορτόνει Το κρίθινό του το ψωμί, 'ς την άλλη ματωμένο Το λείψανό του τακριβό.

Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας «Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια 115 των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω, κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμποΕίπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν στ' αμάξι του τα δυο ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο. 120

Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου, κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης· μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιους να πολεμούσε 85 δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων.