United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο ήτον αδύνατη μέσ' τη μέση της μανισμένης χλαλοής του τρικυμού και 'ςτην ταραχή των κατεβασμένων λαγκαδιών. Το καϋμένο το ζώο μου, ολόγυμνο, με κρεμασμένο το σαμάρι από τη ζερβιά του μεριά, τώπνιγε η βροχή. Εγιάλιζε μουσκεμμένη η τρίχα του κ' έσταζε το νερό από τ' αυτιά τα κατεβασμένα, από τα ρουθούνια τα χαρβαλωμένα, από την κοντή χύτη, από τη μακριάν ουρά, από την κοιλιά, απ' ολούθε.

Τα τειχίσματα από του πελάγου το μέρος μικρή δουλειά δεν είταν, επειδή βράχους θεόρατους αναγκαστήκανε να ρίξουνε για να πιάσουν θεμέλια που ν' αντέχουνε σε ρέματα και σε φουρτούνες. Έχτισαν και μόλους απ' αυτή τη μεριά κ' έκαμαν τα δύο πιο σημαντικά λιμάνια της Πρωτεύουσας, «Σοφιών» κ' «Ελευθερίου». Σύγκαιρα δούλευαν και μέσα στην Πόλη οι χτίστες.

Ύστερα ξαναμπήκε στην Πόλη κ' είπε του Αρκαδίου πως τον καθησύχασε· η αλήθεια όμως είναι πως για να τον ξεκάμη, τον κατάπεισε να ξεκινήση κατά την Ελλάδα, που ως εκατό χρόνους μένοντας απείραγη από ξένους, είχε πιώτερα πλούτη για κούρσεμα. Από την άλλη μεριά μην έχοντας, καθώς ξέρουμε, το στρατό του ο Αρκάδιος, στέλνει μήνυμα του Στηλίχωνα να πάρη το στρατό και να κατέβη να διαφεντέψη το Κράτος.

Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει. Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.

Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακεςόλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. ― Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος ― η Μεγάλη Ιδέα.

Πού παν ρε οι παίνιες, πως εμείς είμαστε τάχα οι πρώτοι, που τότες ρητορέβατε στη Λήμνο σα νταήδες 230 χάφτοντας βόδια και κρασί ρουφώντας, πως καθείς μας Τρώες θ' αξίζαμε εκατό στον πόλεμο ή διακόσους; Πού τώρα! μήτε μ' έναν τους δεν είμαστε καν ίσοι. 234 Δία πατέρα, αχτύφλωσες ποτές με τέτια τύφλα 236 κι' έκανες άλλο βασιλιά παντού του κόσμου μπαίγνιο; Μα εδώ όταν μ' έφερνε η οργή, το ξέρεις με τα πλοία, ποτές μου εγώ μυριόμορφο δεν πέρασα βωμό σου, μα απάνου σ' όλους έκαψα βοδιών μεριά και πάχος 240 ποθώντας την καλόκαστρη να διαγουμίσω Τροία.

Εκείνος άκουγε, γαντζωμένος μπρούμυτα στο τοιχάκι και από τη μια μεριά έβλεπε την κουζίνα των κυράδων του και από την άλλη μια ομιχλώδη έκταση, όπως επάνω από το Βουνό Γκονάρε. Η ντόνα Έστερ ανέβαινε από την κοιλάδα με το πρόσωπο σκεπασμένο από μια μαύρη φτερούγα.

Μόλις με είδε από εκεί που εμβήκεν ο Κλεινίας, να κάθωμαι μόνος μου, διευθύνεται αμέσως προς το μέρος μου και κάθεται πλάι μου, δεξιά μεριά, όπως το παρετήρησες και συ.

Α’ ΓΥΝΗ Και αν σε κοροϊδέψει κι' ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής, τι θα του ειπής; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να στέψη και σαν μπορή ευκόλως, ας διακρίνη τη μεριά πουν' του σκυλλιού ο κώλος. Α’ ΓΥΝΗ Και αν σου φτιάσουν την δουλειά; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τι λόγος! να δα η ώρα! θα το δεχτώ• όσο γι' αυτό είμαι δασκάλα τώρα! Α’ ΓΥΝΗ Κι' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Αν έλθουν οι τοξόται και σε μαλλιοτραβήξουνε, σαν τι θα κάμης τότε;

Σα να τόξεραν οι βαριόμοιροι πως δεν αργούσαν οι ώρες εκείνες. Απάνω σ' αυτή τη λογοτριβή αντιδιαβαίνουν και δυο τρεις Τούρκοι, πηγαινάμενοι κατά τη δική τους μεριά από την εξοχή. Τους φωνάζουνε μέσα οι δικοί μας και τους φιλεύουν.