United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν του φαίνεται τόσο ζηλευτός. Και δε συλλογίστηκε ποτέ, πρόσθεσε η κόρη θυμωμένη, δε συλλογίστηκε πως ο κορμός είν' εκείνος που δένει τη ρίζα με τα φύλλα. — Να σου ειπώ την αλήθεια, Ελπίδα; είπε ο Δημητράκης αφωσιωμένος στο κέντημα· θλίψη και πόνος με πιάνει με το κέντημά σου. Η σκούρα κλωστή βασιλεύει ολούθε. Πού και πού φαίνεται τ' ασήμι και το χρυσάφι.

Διαβαίνει το Μακρύνορο, διαβαίνει τη Φλωριάδα, Και χύνεταιτα χειμαδιά του Βάλτου τα μεγάλα 'Σάν τ' Άσπρου τα πολλά νερά θολά, κατεβασμένα Κι' όπου περνάει αφίνει ερμιά, κι' αυλάκια στερφεμένα Κι' ολούθε σκλάβους παίρνει Κι' αρμάθες 'σάν ο Χάροντας 'ς τ' ασκέρια του τους σέρνει.

Και μέσ' από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη: — Θε μου, δόσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνη από ολούθε νικήτρα, δόσε κι' εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε της σκλαβιάς μας τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμμιά μέρα η αμαρτίες μας κι' ως που να δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ' άστρο».

Κ' επιάστηκαν σε πόλεμο, και επιάστηκαν σ' αμάχη, Ποιος ζήση απ' όλους να ριχτή την ώμορφη ν' αρπάξη. Ο παντρεμμένος έφτακε καββάλα 'ςτ' άλογό του. Κ' εκεί που εκείνοι αμάχονται και ένας χτυπάει τον άλλον, Βγάζει το δαμασκί σπαθί, οφίγγεται μέσ' 'ς τη σέλλα, Κεντάει τ' αλόγου τα πλευρά και ρίχνεταιτη μέση Χτυπάει εδώ και σφάζει εκεί κι' ολούθε τάφο ανοίγει.

Μα κι ο μηχανικός κ' οι σκαφτιάδες ήταν ξένοι κι απόξενοι. Του Αριστόδημου το πρόσωπο αγρίεψε. — Είνε ατιμίες αυτές! να που στο λέω· είνε ατιμίες!.. Θα τρέξω· θα το φωνάξω ολούθε... Είνε ατιμίες τα όσα μου κάνεις· με κλέβεις!... φώναζε κουνώντας περαδώθε τα χέρια και τρέμοντας ολόκορμος. Ένας εργάτης σήκωσε τα μάτια και τον κύτταξε προσεχτικά.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθεμέλα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!

Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».

Είπε, κι' ο λόγος δάγκασε τον Έχτορα στα σπλάχνα, και πήδηξε οχ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου, και σιώντας τα διο στομωτά κοντάρια, ολούθε τρέχει 495 δίνοντας θάρρος, κι' άναψε πεισματωμένη μάχη. Γυρνάν οι Τρώες, τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν, μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούν και δεν τσακάνε.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθέμελα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!

Εβροντούσαν στις ισκιερές καμάρες κάτω, και πάνω στις κλειστές αβλόπορτες, και τους κουκουλωμένους φούρνους· στις στοιβανιές τα ξύλα, στα δέντρα, στα κλειστά παραθυρόφυλλα. Εσπόριζαν οβούζια αστραφτερά, ολάναφτα, που άπλωναν τις φλογερές τις σπίθες τους ολούθε, συνέπαιρναν κ' εσκόρπιζαν κι ανέμιζαν ολούθε τα χιόνια σύγνεφα πυκνά. Άχνιζε ο τόπος, εθόλωναν τα φώτα της ημέρας στην πυκνή χιονιά.