Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Κι ο Αριστόδημος βρισκότανε σε αδιάκοπο μεθύσι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη στην αξίνα, υποχρέωση στους σκαφτιάδες, τυφλή λατρεία στη γη που του έδωκε τόσα και τόσα προγονικά κειμήλια. Η γη προ πάντων με την άμετρη φροντίδα της του σκλάβωνε το λογικό. Πόσα και πόσα δε μεταχειρίστηκε για να φυλάξη στους κόρφους της τ' απομεινάρια μιανής ζωής σβυσμένης από τον άγριο καταχτητή!
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ναι, τώρα ωμίλησες σωστά· και είναι τωόντι αμαρτία, οι τρανοί εις τούτον τον κόσμον να έχουν θάρρος να πνί- γωνται και να κρεμιώνται, περισσότερο παρά οι εις Χρι- στόν αδελφοί των. — Κόπιασε, δίκοπή μου. Άλλοι άρ- χοντες αρχαίοι δεν είναι παρά οι κηπουροί, οι σκαφτιάδες και οι νεκροθάπταις· κρατούν ακόμη την επιστήμην του Αδάμ. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ήταν άρχοντας ο Αδάμ;
Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του γραφείου του και βγήκε στην ταράτσα. Κάτω στο χτήμα του αξίνες έλαμπαν σαν ασημένια φύλλα και χώνευαν στο χώμα πεισματικά σα να το πρόσταζαν: δώσε! Σκαφτιάδες έσκαφταν τους σωρούς, έχωναν τους λάκκους, ίσαζαν τα χαντάκια της ανασκαφής, με τραγούδια και γέλοια. Ένας μηχανικός μετρούσε τη γη κ' οι βοηθοί του φύτευαν νέα δεντρικά στη γραμμή και σε ωρισμένη απόσταση.
Μα κι ο μηχανικός κ' οι σκαφτιάδες ήταν ξένοι κι απόξενοι. Του Αριστόδημου το πρόσωπο αγρίεψε. — Είνε ατιμίες αυτές! να που στο λέω· είνε ατιμίες!.. Θα τρέξω· θα το φωνάξω ολούθε... Είνε ατιμίες τα όσα μου κάνεις· με κλέβεις!... φώναζε κουνώντας περαδώθε τα χέρια και τρέμοντας ολόκορμος. Ένας εργάτης σήκωσε τα μάτια και τον κύτταξε προσεχτικά.
Πίσω οι σκαφτιάδες έφερναν το βαρύ μάρμαρο, τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας. Γύρω και πέρα το ηλιοψημένο χώμα άχνιζε και λαύριζε σαν τη στέρφα γη της Αφρικής. — Μητέρα!.. μητέρα!.. έβγα να ιδής μητέρα! εφώναξε ο Αριστόδημος καθώς πλησίασε στο σπίτι· στη φέρνω τέλος πάντων! Δεν είχε αμφιβολία πως κ' εκείνη θ' αναγάλλιαζε για το ηύρεμά του. Το σπίτι όμως έμεινε κλειστό κ' έρημο. Αμέσως πάγωσε.
Οι σκαφτιάδες μ' εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της κλάρας χολεριασθήκανε, Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες πεθάνανε 'ς το χωριό μας. Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλα 'ς την εκκλησιά, παιδί μου. Και καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί μου.
Οι σκαφτιάδες έγιναν για μιας κίτρινοι σαν το θειαφοκέρι. Τη φωνή της μάννας τους ν' άκουγαν από το μνήμα δε θα χλώμιεναν έτσι. Άφηκαν τη δουλειά τους και τριγύρισαν όλοι το λάκκο με την ψυχή στα μάτια. Ένα βαθύ και πολυάκρυβο μυστικό τους έδενε. Ο Κουτρουμπής πρώτος κ' έπειτα ο Μπαλαούρος κατέβηκαν φυλαχτά μέσα κι άρχισαν να πετούν με τις χούφτες τα χώματα.
Μοιάζουνε σκαφτιάδες που θέλουν να δείξουν το δρόμο του στον Ασπροπόταμο. Αν το καταφέρουν, χαλάλι τους οι κόποι και τα βάσανα. — Α, να! είπε ξαφνικά με χαρούμενη φωνή ο Περαχώρας· ακούστε κι αν μπορήτε μη θαυμάζετε. — Τ' είνε; τον ρώτησε ο Αλαμανός. — Διαβάστε, παρακαλώ, διαβάστε! του είπε κι ο Γκενεβέζος ανυπόμονα. Σηκώθηκαν μονόγνωμοι και πήγαν κοντά στον καθηγητή να ιδούνε στο χερόγραφο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν