Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Οι ζητιάνοι ζεσταίνονταν στον ήλιο και ο ΄Εφις μάζευε την ελεημοσύνη τρέμοντας σε κάθε θόρυβο βημάτων από φόβο μήπως ξαναδεί τον ντον Πρέντου. Πότε πότε ωστόσο ανασήκωνε το κεφάλι σαν να άκουγε κάποια μακρινή φωνή.
Ο υπενωμοτάρχης δεν κρατήθηκε τότε, άπλωσε προς τη συρμένη χάμου σπάθα του, την τράβηξε, την σήκωσε ίσα κατά τη γριά: — Το σταυρό σου θα στα κάμω λιανά κοψίδια αυτά τα παλιοβύζια!.... Η γριά τότε τράβηξε ίσια κατ' απάνω του τρέμοντας. Τα μάτια της πετούσαν φωτιές, το σαγόνι της έτρεμε.
Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά. . . Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν .... Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής!
Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα.
Ο Αγαθούλης τρομαγμένος, απομονωμένος, απελπισμένος, όλος τρέμοντας, έλεγε μέσα του! — Εάν αυτός είναι ο καλύτερος των κόσμων, τότε τι είναι οι άλλοι; Πάλι καλά, που μόνο με μαστίγωσαν. Το ίδιο έπαθα στους Βουλγάρους. Αλλ' ω αγαπημένε μου Παγγλώσση! Μεγαλύτερε των φιλοσόφων, έπρεπε να σε ιδώ κρεμασμένον χωρίς να ξέρω γιατί!
Είναι πράγμα αποδειγμένο, και χίλια λόγια άρχισαν να λέγωνται δω και κει. Ο ευγενικός Βασιληάς κλονίσθηκε, και απάντησε. — Άναντρε! Τι ατιμία σκέφτηκες; Βέβαια έδωσα την καρδιά μου στον Τριστάνο. Την ημέρα όπου ο Μόρχολτ σας προκάλεσε σε μάχη, κατεβάζατε όλοι τα κεφάλια τρέμοντας, και μένατε αμίλητοι σαν μουγγοί.
Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε: — «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»! Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό.
Οι λιγοστές γυναίκες, παίρνοντας τα παιδιά τους απ' τα χέρια, τρέχανε να σωθούνε μακρυά απ' το φονικό, τρέμοντας στη σάστισή τους περισσότερο τον χτυπημένο απ' το φονιά, που βρισκότανε μίλια μακρυά — ποιος ξέρει πού — αυτή τη στιγμή.
Έμεινεν εις το να με ιδή· μα αντίς να με κτυπήση με εκείνο το σίδερον εις το κεφάλι, ή να μου μιλήση με θυμώδη φωνήν, επλησίασεν εις εμέ τρέμοντας, και έπεσεν εις τους πόδας μου, και μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· ω υιέ του βασιλέως, εις εσένα στέκει να με προστάξης εις εκείνο που περισσότερον σου αρέσει και θέλω είμαι έτοιμος διά να σε υπακούσω.
Τρέμοντας από το ψυχικό συγκλόνισμα πήγα στην κάμαρα, όπου είταν ο Σβεν. Το δεξί του μάτι είτανε σβησμένο και το αριστερό είχε γίνει τόσο παράξενα καθαρό και μεγάλο. Έσκυψα απάνω του, πήρα το μικρό αθώο του χέρι και το έφερα στα χείλη. «Αγαπημένο παιδί», συλλογίστηκα. «Εμείς οι δυο δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν