United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' αυτό σερνότανε απάνω στα καλδερίμια του νησιού, μ' αυτό κτυπούσε τις πόρτες, γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ' αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που χυμούσανε να την ξεσχίσουν. Κ' όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθή τώβαζε πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε να σηκωθή απ' το στρώμα. Σιγάσιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο.

Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνος, είπε με φωνήν, την οποίαν θα ηδύνατο ν' ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα καλά, Άι-Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα. . να κάμω μία καλή πράξι, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου! . . . »

Και από τότε είν' εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό τρισάγιο. Μύρον ανεβαίνει από τον βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο της θάλασσας περίγυρα και κάθεται χρίσμα σωματικό, χρίσμα ψυχικό, εθνικό πρώτ' απ' όλα. Όπως από το άγιο Δισκοπότηρο βγαίνει αόρατη η σωτηρία του χριστιανού, αόρατη θα βγη από μέσα εκεί και η δική μας απολύτρωσις. Η χαραυγή του Γένους μας εκεί θ' ανατείλη.

Δεν μας το συγχωρείς που είμαστε από αρχοντική γενιά…» Από αρχοντική γενιά, ναι, αλλά εάν δεν τις φρόντιζε ο γερο- υπηρέτης, θα πέθαιναν και οι τρεις από την πείνα. Τη λύτρωση όμως την κερδίζουμε κυρίως περνώντας μέσα από την αμαρτία και τον πόνο, ψυχικό και σωματικό, γιατί έτσι αναδεικνύεται το θεϊκό μεγαλείο κι εμείς αγγίζουμε την αιωνιότητα «Κύριε, σ’ ευχαριστώ, πάρε τώρα την ψυχή μου.

Και τώρα καθόμουνα μόνος εδώ και κάθε μου νεύρο έτρεμε σ' ένα ψυχικό συγκλόνισμα, τόσο σύνθετο και τόσο φοβερό, που μόλις μπορώ να το περιγράψω. Μολαταύτα έλπιζα πως θα ζήση το παιδί μου, το πίστευα μάλιστα. Ταυτόχρονα όμως είχα το συναίστημα πως έπρεπε να γράψω τώρα, τώρα ή ποτέ, Ήξερα σχεδόν κάθε λέξη, που έπρεπε να γραφή στα φύλλα, που είχα μπρος μου λευκά κι άγραφα.

Τώρα,... με πονεί εδώ. Μου είπε γλυκά και μώδειξε με το χεράκι της δίπλα στο πλευρό της κατά το ψυχικό. Καταλάβατε τ' ήθελε να 'πη η κόρη; Ε, σας φτάνουν ως εδώ, τάλλα δε σας τα φανερώνω. — Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν η καμπάνες, να σκωθήτε όλ' σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάη, νάχη τ' Άι-Νικόλα την κατάρα!

Ο Ριόλ σηκώνεται πάλι στα πόδια, αλλά ο Τριστάνος μ' ένα χτύπημα πειο δυνατό σχίζει την κάσκα, και το κεφάλι μένει ακάλυπτο. Ο Ριόλ ζητάει ψυχικό, παρακαλεί να του χαρίση τη ζωή, κι' ο Τριστάνος πέρνει το σπαθί του. Καιρός ήτανε, γιατί απ' όλες της μεριές οι βαρώνοι της Νάντης έτρεχαν να βοηθήσουν τον κύριό τους. Αλλά ο κύριός τους ήτανε πεια παραδομένος, αιχμάλωτος.

Όπου σέβαλε ο Θεός να δουλεύης, δούλευε. Σου γυρεύει κανένας ψωμί; δίνε του δουλειά κι αυτουνού. Αυτό θα πη ψυχικό. Τάλλα τα ψυχικά είναι για τους σακάτηδες. Οι πιώτεροι στον κόσμο είναι γεροί, και θέλουνε δουλειά, να μην τους σύρη η ακαμωσιά στον κατήφορο, και τότες τρέχα γύρευέ τους, Λεφτέρη μου». Σηκώθηκε ο πάτερ Άγιος, που ναγιάση το στόμα του.

Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α — λά τα χέρια στα κουπιά, έβγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδιααγνά ό,τι εύρουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά.

Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.