Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Θακούση — ω θακούση στα βάθη της πεντάβαθης ψυχής του — της καρδιάς του της απέραντης αντίλαλο· — θακούση, θα τακούση κι ο χρυσός μας ο Λαός τ' Αθάνατο Τραγούδι Του. Θενά ξυπνήση! Και ξυπνώντας από τόνειρο βαθύ, — που δόλια μας τον αποκοίμησαν οι άμωροι, — μες το τρισάγιο απόφωνο του παναρμονίου τραγουδιού θαναγνωρίση τη Λαλιά του — την ψυχή του Α θ ά ν α τ η. Θαγριέψη, Θα χυμήση,
Ποιος ξέρει μην η μοίρα, Αδέρφια, μ' αποκοίμισε για να με συνειθίση 'Σ του τάφου το τρισκόταδο. Εγώ κι' ο γέρο Χάρος Εψές λογαριαστήκαμε, και ’ς το κατάστιχό του Ένα μικρό καταιβατό μένει άγραφο για μένα. Γνοιαστήτ' εσείς τους ζωντανούς. Εγώ θα πολεμήσω Για τα παληά μας κόκκαλα. Στη φλόγα του πολέμου, Σα μέσα 'ς ένα θυμιατό, θα ρίξω το κορμί μου Να γένω νεκρολίβανο ’ς το φοβερό τρισάγιο.
Και από τότε είν' εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό τρισάγιο. Μύρον ανεβαίνει από τον βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο της θάλασσας περίγυρα και κάθεται χρίσμα σωματικό, χρίσμα ψυχικό, εθνικό πρώτ' απ' όλα. Όπως από το άγιο Δισκοπότηρο βγαίνει αόρατη η σωτηρία του χριστιανού, αόρατη θα βγη από μέσα εκεί και η δική μας απολύτρωσις. Η χαραυγή του Γένους μας εκεί θ' ανατείλη.
Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα!
Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος. — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου.
'Σ ταγέρι κρεμασμένα Ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδής δύο φώτα Εφάνηκαν 'ς τη σκοτεινιά... Κάνεις δεν τάχε ανάψη... Κ' ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης, Κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, 'ς τη λάμψη δύο κεφάλια Ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... Τώνα του Παπαγιάννη Και τάλλο του Δεσπότη του. — Γονατιστός εμπρός τους Έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε... Τους έρριξε τρισάγιο, Τα φίλησε 'ς το μέτωπο και με το δοκανίκι Έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια.
Ο τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βδελυρό του χνώτο· ερρούφηξε το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβυσεν αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα.
Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμη τα πάντα θάλασσα και ν' απλωθή αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομον κόσμο. Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια, στον υγρόν κάμπον ανάμεσα. Καιρός διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν