United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


πούχε πενήντα μέσα του γιατάκια στην αράδα από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα 245 οι γιοι πλαγιάζανε κοντά στα λατρεφτά τους τέρια· και για τις κόρες πάλε εκεί μες στην αβλή απ' αντίκρυ είταν ανώι και δώδεκα γιατάκια στην αράδα από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα πλάγιαζαν οι γαμπροί κοντά στα λατρεφτά τους τέρια250 να! βγήκε ομπρός του η σπλαχνικιά μητέρα του, π' αγνάντια στης Λαοδίκης πάγαινε, της πιο όμορφής της κόρης, και πήγε τον αγκάλιασε και τούπε με λαχτάρα «Παιδί μου, τι ήρθες κι' άφηκες τη λύσσα του πολέμου; Αχ οι καταραμένοι οχτροί πολύ σας τυραγνούνε 255 γύρω στη χώρα, κι' η καρδιά εδώ σε στέλνει εσένα στο Δία, απάνου απ' το καστρί, τα χέρια να σηκώσεις.

Νύχτες εννιά δε μ' άφιναν, μον πλάγιαζαν τριγύρω 470 φυλάγοντας με τη σειρά, δίχως στιγμή να λείψει φωτιά, μια κάτου απ' της αβλής τις αψηλές κολόνες, άλλη στο πρόσπιτο, μπροστά στου γιατακιού την πόρτα.

Εκεί πήγαινα και κάθιζα συχνά σάνε νύχτωνε και πλάγιαζαν όλοι του σπιτιού, ο νοικοκύρης από το μεθύσι, η γυναίκα του από τη χολόσκαση, και το μικρό μικρό τους από τη σκανταλιά. Ο νοικοκύρης δούλευε ολημερίς στο «τσαρσίΠουλούσε κι αγόραζε κάμπιο. Το βράδυ καταστάλαζε σε κάποια ταβέρνα εδώ κοντά, και σε καμιάν ώρα έμπαινε σπίτι καλά κουρντισμένος. Φαντάζεσαι το τι γίνουνταν.

ταγέρι κρεμασμένα Ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδής δύο φώτα Εφάνηκαντη σκοτεινιά... Κάνεις δεν τάχε ανάψη... Κ' ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης, Κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, 'ς τη λάμψη δύο κεφάλια Ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... Τώνα του Παπαγιάννη Και τάλλο του Δεσπότη του. — Γονατιστός εμπρός τους Έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε... Τους έρριξε τρισάγιο, Τα φίλησετο μέτωπο και με το δοκανίκι Έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια.