United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα έρθη ο καιρός και δυναμώσουμε, εγώ τον γκρεμίζω τον όχτο όπως τον σήκωσα... Δεν κατάλαβες, λέω, μωρ' αδερφέ, του πρόσθεσε μαλακώτερα, πως τα δίκαια είν' ένας λόγος μονάχα!.. Ο Αριστόδημος κατάπιε τη θλίψη του και δεν είπε τίποτα. Ένας λόγος ναι, ένας λόγος· μα κάποτε και σημαντικός!.. . Ο Δημητράκης έπειτ' από τον όχτο έσκαψε πέρα για πέρα την αυλή.

Πόθεν λοιπόν είχε το ύδωρ το ζων; Μήπως Συ είσαι μεγαλείτερος από τον πατέρα ημών Ιακώβ, όστις έσκαψε το φρέαρ τούτο και έπιεν εξ αυτού; Ο πατήρ σας Ιακώβ έπιεν εκ του φρέατος τούτου και απέθανε· το ύδωρ, το οποίον θα δώσω Εγώ, όστις πίη, δεν θα διψήση εις τον αιώνα. — Κύριε, δος μοι από το ύδωρ αυτό, διά να μη διψώ, και να μην έρχομαι καθημερινώς εις το φρέαρ.

ταγέρι κρεμασμένα Ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδής δύο φώτα Εφάνηκαντη σκοτεινιά... Κάνεις δεν τάχε ανάψη... Κ' ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης, Κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, 'ς τη λάμψη δύο κεφάλια Ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... Τώνα του Παπαγιάννη Και τάλλο του Δεσπότη του. — Γονατιστός εμπρός τους Έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε... Τους έρριξε τρισάγιο, Τα φίλησετο μέτωπο και με το δοκανίκι Έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια.

Αυτός ήταν τόσο απελπισμένος που αποφάσισε να αυτοκτονήσει, αλλά έσκαψε εκεί που η κυρία είχε ονειρευτεί και τώρα είναι τόσο πλούσιος που μπορεί να δίνει είκοσι χιλιάδες λιρέτες σε μα γυναίκα….» «Γιατί δεν παντρεύτηκε εκείνη που ονειρεύτηκε την πετρελαιοπηγή; Μήπως ήταν κιόλας παντρεμένη;», ρώτησε σκεφτικός ο Έφις.

Είπε, κι' εκείνοι χύθηκαν σα δρόλαπας όλοι ίσα μ' όρθια κοντάρια, κι' η καρδιά μια αποθυμιά τούς είχε, ν' αρπάξουνε ως στο μέρος τους τον Πάτροκλο απ' τον Αία... 235 λωλοί! τι απάνου του έσκάψε πολλών εκεί το λάκκο. Στερνά όμως είπε του άσκιαχτου Μενέλα τότε ο Αίας «Αδρέφι, θεογέννητε Μενέλα, δεν τ' ολπίζω κι' εμείς πως πια οχ τον πόλεμο τώρα θα πάμε πίσω.

Την έσκαψε, φύτεψε δεντρικά, έσπειρε όσπρια και κάθε άλλο χρειαζούμενο του σπιτιού. Το νεράκι της βρύσης τού χρησίμευε για πότισμα. Κ' η αυλή του σε λίγο έγινε αγνώριστη· πρασίνισε όλη απ' άκρη σ' άκρη. Άρχισε και να σοδιάζη με τον καιρό.

Κι' εκείνοι απ' το κακό τους παν και του σταίνουν δυνατή στο δρόμο του μπροσκάδα, σα γύριζε, πενήντα νιους με δυο καπεταναίους, το Μαίο, το γιο του Αίμονα, πούταν θεός μονάχος, τον Πολυφόντη δέφτερο, βλαστάρι τ' Αφτοφόνου. 395 Όμως το λάκκο κι' αφτωνών τους έσκαψε ο Τυδέας· τους σκότωσε όλους, κι' άφηκε μον ένα να γυρίσει, το Μαίο μονάχα, στρέγοντας σε θεϊκά σημάδια.

Αλλ' αν πας ποτέ εις την Κόρινθον, είπεν ο Αρίγνωτος, ερώτησε πού είνε το σπήτι Ευβατίδου και όταν σου το δείξουν πλησίον εις το Κράνειον, να έμβης και να 'πης εις τον θυρωρόν Τίβιον να σου δείξη το μέρος από το οποίον έσκαψε και έβγαλε τον δαίμονα ο Πυθαγορικός Αρίγνωτος και τοιουτοτρόπως έγεινε δυνατόν να κατοικήται εις το εξής το σπήτι εκείνο. Τι συνέβαινε; ηρώτησεν ο Ευκράτης.