United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . . και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . . Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν. Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της, ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί, — Ναι! εφώνησεν, η ατιμία!

Πρώτον εφαίνετο ύποπτον εις αυτήν ότι ο σύζυγός της από τινος καιρού συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε εις το κατώγειον, μέσα εις τα ξύλα και τους ποντικούς, στρώσας εις μίαν γωνίαν το κλινίδιόν του το σκληρόν πλησίον εις σωρόν παλαιάς οικοδομησίμου ξυλείας εκ μαύρων μεγάλων ξύλων, άτινα ίσταντο όρθια εκεί εις την γωνίαν, συναχθέντα ένα-ένα εξ ηρειπωμένων οικιών, ίνα χρησιμεύσωσι προς ανακαίνισίν ποτε της σαθράς οικίας των.

Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά. και να φωνάζη.

Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια από της παλαιάς εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες δωδεκάδες. Οι πλείστοι ήσαν σήμερον ερείπια.

Κι' εκείνοι τρίτη μέρα όλοι ήρθανεοι πεζοί πολλοί, πολλοί κι' οι αλογάδεςσύψυχοι, και μαζί διο γιοι τ' Αχτόρου αρματωμένοι, νιοι ακόμα κι' από πόλεμο χωρίς να καλοξέρουν. 710 Κι' είναι μια χώρα, η Βούρλισσα, όρθια ραχούλα, αλάργα απάνου στο Ρουφιά, ακρινή της αμμουδάτης Πύλος· που ζώνοντάς την, τ' αλατιού ζητούσαν ναν την κάνουν.

Α’. ΦΥΛΑΞ. Ένας χωρικός ο οποίος της έφερε σύκα. Να το καλάθι. ΚΑΙΣΑΡ. Λοιπόν εδηλητηριάσθησαν; Α’. ΦΥΛΑΞ. Η Χάρμιον αυτή, Καίσαρ, έζη προ ολίγων ακόμη στιγμών ήτον ορθία και ωμίλει· εύρον αυτήν διορθώνουσαν το διάδημα της νεκράς κυρίας της· έπειτα ήρχισε να τρέμη και παρευθύς έπεσεν. ΚΑΙΣΑΡ. Οποία ευγενής αδυναμία!

Είπε, κι' εκείνοι χύθηκαν σα δρόλαπας όλοι ίσα μ' όρθια κοντάρια, κι' η καρδιά μια αποθυμιά τούς είχε, ν' αρπάξουνε ως στο μέρος τους τον Πάτροκλο απ' τον Αία... 235 λωλοί! τι απάνου του έσκάψε πολλών εκεί το λάκκο. Στερνά όμως είπε του άσκιαχτου Μενέλα τότε ο Αίας «Αδρέφι, θεογέννητε Μενέλα, δεν τ' ολπίζω κι' εμείς πως πια οχ τον πόλεμο τώρα θα πάμε πίσω.

Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα 150 όξω τον ήβραν παρακεί με τ' άρματα, κι' οι φίλοι γύρω κοιμούνταν έχοντας ασπίδες προσκεφάλια. Όρθια τα όπλα τους μ' ουρές στη γη είτανε μπηγμένες, αλάργα αντίφεγγε ο χαλκός σαν αστραπή του Δία. Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο 155 δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι.

Μόνον ειξεύρω ότι εύρισκε πάντοτε καλήν τροφήν δι' εμέ, και όταν εκοιμώμην μ' εσκέπαζε με τον επενδύτην του. Υποκάτω εις πυκνά φυλλώματα, μέσα εις τους θάμνους, όπου εκοιμώμεθα, μου ετοίμαζε πάντοτε την καλλιτέραν θέσιν διά κλίνην, και ενώ εκοιμώμην, πολλαίς φοραίς μοι εφαίνετο ότι έβλεπα την σκιάν του να με φυλάττη ορθία εις το πλάγι μου. Διότι αυτός είχε λογισμούς και αγρυπνούσε πάντοτε.

Μον τα στήθια 590 στήστε μπροστά στον Αία μας, το γιο του ΤελαμώναΈτσι είπε σα λαβώθηκε. Κι' αφτοί όλοι πυκνωμένοι στέκουν σιμά τουγέρνοντας στους ώμους τις ασπίδες — μ' όρθια κοντάρια. Κι' έσμιξε ο Αίας στους συντρόφους, κι' ανάμεσό τους φτάνοντας ξαναγυρνάει και στέκει. 595 Τότε έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν σαν πυρκαγιά αγριεμένη.