Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Οι γυμνοί μέχρι γόνατος πόδες της έτυπτον την κεφαλήν της εκ του πολλού τάχους, επί δε του εδάφους άφινον βαθείς τους τύπους των πελμάτων της· το στήθος της επρόβαλλεν εμπρός πλατύ κ' εξωγκωμένον· η χονδρά κεφαλή της, ορθία επί του νευρώδους τραχήλου της, έκλινε μικρόν προς τα οπίσω, όλον της δε το σώμα ωμοίαζε κένταυρον ορμώντα προς μάχην.

Το πλήθος πρώτα ας στείλουμε να σύρει στα καράβια, 295 κι' εμείς που λέμε του στρατού πως είμαστε ο αθέρας μ' όρθια ας σταθούμε αντίκρυ του κοντάρια, και το δρόμο μπροστά ας του κόψουμε, κι' αφτός θαρρώ, όσο κι αν λυσσάζει, θάν το σκεφτεί ως στων Αχαιών τους λόχους να βουτήξει

Έμελλε δε να μείνη επί μακρόν χρόνον ορθία ενταύθα, αν δεν επήρχετο εις αυτήν η προφυλακτική πρόνοια, ότι ήτο επόμενον η Σιξτίνα να εξέλθη όθεν εισήλθε, και τότε η Βεάτη έμελλε να καταληφθή επ' αυτοφώρω ωτακουστούσα. Η σκέψεις αύτη την έκαμε να τραπή εις φυγήν. Αλλ' ενταύθα πάλιν άλλη δυσκολία. Είπομεν ότι ήτο σκότος.

Μα δεν παύει, Θεέ μου!. . . εψιθύρισεν αίφνης, ωσεί απαυδήσασα. Κ' επήδησεν ορθία, ανατινασσομένη ορμητικώς καθ' όλα αυτής τα μέλη, θέλουσα ν' απορρίψη την νάρκην και την εντύπωσιν, την οποίαν της επέφερεν ο τόνος της φλογέρας.

Χίλιες στον κάμπο καίγανε φωτιές, κι' από πενήντα κοντά σε κάθε κάθουνταν νυχτοφωτίστρα φλόγα· και τ' άτια, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι, την ώρια πρόσμεναν αβγή όρθια κοντά στα πλοία. 565 Σαν έτσι οι Τρώες φύλαγαν· μα τους Αργίτες μάβρη τρομάρα θέριζε, φυγής συντρόφισσα ατιμάστρας, και πλήγωνε βαρύς καημός κάθε αρχηγού τα σπλάχνα.

Ξέρουνε η γυναίκες να μετριάζουνε τον έρωτα, μα όχι το μίσος. Όρθια πίσω από τον τοίχο, όλα τα άκουσεν η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Κράτησε καλά στο μυαλό της τα λόγια του Τριστάνου. Αν μπορέση μια μέρα, πώς θα εκδικηθή κείνον που περισσότερο από κάθε τι αγαπάει στον κόσμο!

Η γριά Ποτόι, όρθια στο κατώφλι του σπιτιού της, κοίταζε ακουμπισμένη με το ένα χέρι στον τοίχο και το άλλο πάνω από τα μάτια. Έμοιαζε με χούφταλο, μικροκαμωμένη, με τα κοσμήματά της ακόμη πιο φανταχτερά και πένθιμα επάνω στο σκελετωμένο σώμα της. «Τι κάνετε;», χαιρέτησε ο ντον Πρέντου. «Περιμένω την Γκριζέντα μου που πήγε στο ποτάμι.

Σεμνή, καθαρά, καλλαίσθητος. Με τα κλωνιά της πολιτικής μανδήλας της λυτά ποτέ δεν την είδον. Ακτένιστη ουδέ εις την αυλήν της εθεάθη. Η μαύρη φουστάνα της στιλπνή-στιλπνή ήτο ατσάκιστη, ως να ίστατο πάντοτε ορθία, όπερ εκίνει τον φθόνον. — Ούλου αλόρθα βρίσκεται ου ανεμόστυλος! Και δεν ευρίσκετο ορθία ως ο στύλος της ανέμης, αλλ' ήξευρε πώς να καθήση και πώς να εγερθή. Ήτο περίφανη!

Η πολυήμερος κάθειρξις αυτής εν τω υπερώω, η εκούσιος ασιτία, εις ην είχεν υποβάλει εαυτήν, και η στενοχωρία είχον εξασθενίσει το σώμα της. Η βιαία δε και απότομος εις το ύπαιθρον μετάβασις, ο άνεμος, το ψύχος και η υγρασία τη επροξένουν νάρκην. Δεν ηδύνατο ουδέ να σταθή ορθία. — Σηκώσου, επανέλαβε γογγύζων ο Σκούντας. Η Αϊμά εσιώπα.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν