United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο θερμός άνεμος μαζύ με την οσμήν του θείου έφερε την αναπνοήν των κατηραμένων πόλεων, αι οποίαι ήσαν θαμέναι χαμηλώτερα από τας όχθας της υπό τα βαρέα και υφάλμυρα νερά. Τα σύμβολα εκείνα της αθανάτου οργής, επροξένουν φρίκην εις τας σκέψεις του; και έμενε με τους δύο αγκώνας επί των κιγκλίδων με το βλέμμα ατενές και με τας χείρας εις τους κροτάφους. Κάποιος τον είχεν εγγίσει. Εστράφη.

Ο Αστύοχος, επί τη υποσχέσει, η οποία εδόθη εις αυτόν υπό τινων Λεσβίων, ότι θα επαναστατήσουν την νήσον εκείνην, παρέστησαν εις τον Πεδάριτον και εις τους Χίους ότι έπρεπε να μεταβούν μετά του στόλου, διά επαναστατήσουν την Λέσβον, και ή θα ηύξαναν τον αριθμόν των συμμάχων ή, εν περιπτώσει αποτυχίας, θα επροξένουν τουλάχιστον βλάβην τινά εις τους Αθηναίους.

Ο απροσδόκητος επισκέπτης ήτο γιγάντειος υπαξιωματικός των Καραβινιέρων, όστις χαιρετίσας ευγενέστατα παρουσίασεν ημίν διαταγήν του φρουραρχείου, «όπως χορηγήσωμεν επί τρεις ημέρας κατάλυμα εις τον αποσπασματάρχην Ταραβόκιαν, εκτελούντα μεταβατικήν υπηρεσίαν». Αι τοιαύται φιλοξενίαι επεβάλλοντο συνεχώς εις τους κατοικούντας μεμονωμένας εξοχικάς επαύλεις, αλλ' εις ουδένα επροξένουν ανησυχίαν ή τρόμον, ως εις τας ελληνικάς επαρχίας η διάβασις των προς καταδίωξιν της ληστείας μεταβατικών αποσπασμάτων, η τρέπουσα εις φυγήν αθρόους τους χωρικούς εκ του φόβου της παροιμιώδους κοτοπήττας.

Από τριών ήδη ωρών ευρίσκετο εις το επίπονον τούτο έργον. Αλλ' εις τον άνθρωπον τούτον εφαίνετο βραχύς ο χρόνος ούτος, ως να μη ήτο κόπος αλλ' ηδονή εκείνο εις ό ησχολείτο. Και έμεινεν επί τινα χρόνον διστάζων αν έπρεπε να εξακολουθήση το έργον του ή να καταβή και να απέλθη εκείθεν. Διότι οι κώδωνες τω επροξένουν φόβον.

Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι απόγονοι. Μόλις είδες την Λ ί μ ν η ν τ ο υ Κ ό μ ο υ, — και αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες την δρόσον των διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος. Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν. Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον, όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην κορδέλλα, ως πολλάκιςentre-nous εννοείται, — μου συνέβη και σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των τολμηροτέρων έπαθεν η υγείαάλλων, εννοείται, η σωματική και άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλειςήσαν ως επί το πλείστον ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού, διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της

Η πύλη όμως αντείχε, διότι ήτο σιδηρά, τα δε πυροβόλα του εχθρού ήταν μικράς ολκής, διό ελαχίστας βλάβας επροξένουν και εις τα τείχη. Οι πολιορκούμενοι ανέμενον έξωθεν βοήθειαν και ηπόρουν βλέποντες ότι η ημέρα παρήρχετο χωρίς ουδαμόθεν να φανή ο αναμενόμενος αντιπερισπασμός.

Φαίνεται δε ότι επερίμενον να καταστρέψωσι τα εμπροσθινά οχυρώματα διά να κάμωσιν επομένως έφοδον· οι δε εντός, μ' όλον ότι οι τοίχοι κρημνιζόμενοι και αι πέτραι συντριβόμεναι τους επροξένουν ικανάς πληγάς, επέμενον όμως με καρτερίαν και ανήγειρον προθύμως τα κρημνιζόμενα μέρη· δεν ανταπεκρίνοντο δε διόλου με όπλα εις τους εχθρούς, θέλοντες να ήναι όλοι έτοιμοι διά να πυροβολήσωσι ταυτοχρόνως, όταν έμελλον να κάμωσιν έφοδον, το οποίον ήλπιζον εξ άπαντος.

Παρατηρών δε άνωθεν έβλεπα, καθώς ο Ζευς του Ομήρου, άλλοτε μεν την χώραν των ιπποτρόφων Θρακών, άλλοτε δε την χώραν των Μυσών και μετ' ολίγον, κατά βούλησιν, την Ελλάδα, την Περσίαν ή τας Ινδίας. Όλα δε αυτά τα θεάματα μου επροξένουν ποικίλας και μεγάλας τέρψεις. ΦΙΛ. Και αυτά να μου τα διηγηθής, Μένιππε, διά να μάθω όλας τας λεπτομερείας του ταξειδίου, ακόμη και αν είνε επουσιώδεις.

Αλλ' αν ακουόμεναι εκείναι αι ομιλίαι του λαλιστάτου Αθηναίου φιλοσόφου τόσην γοητείαν επροξένουν, φαντασθήτε τώρα πόσον ψυχαγωγική είναι η ανάγνωσις των διαλόγων αυτών, όπως ετεχνούργησεν αυτούς ο μάγος της Ελληνικής γλώσσης χειριστής, ο θείος Πλάτων, ο οποίος εις τα έξοχα χαρίσματα, με τα οποία η φύσις είχε πλουσιώτατα προικίσει τον Σωκράτην, προσέθηκεν ως ωραία κεντήματα τα ολόχρυσα στολίσματά του με την χαριτωμένην γραφίδα του αρχαίου αττικού λόγου, ώστε να μη ηξεύρη κανείς πλέον σήμερον ποίον να θαυμάση περισσότερον, τον εύστροφον φιλόσοφον ή τον ηδύμολπον συγγραφέα, του οποίου ο Λουκιανός τόσον εξαίρει «την δεινώς αττικήν καλλιφωνίαν και την θαυμαστήν μεγαλόνοιαν».

Οι Αυγουστιανοί εχαιρέτισαν τους λέοντας διά χειροκροτημάτων, το πλήθος τους ηρίθμει με τα δάκτυλα, κατασκοπεύον με άπληστον όμμα την εντύπωσιν, την οποίαν επροξένουν εις τους χριστιανούς τους γονυπετείς εις το κέντρον, οι οποίοι πάλιν επανελάμβανον την κραυγήν των: &υπέρ Χριστού! υπέρ Χριστού!& κενήν εννοίας διά πολλούς και ενοχλητικήν διά πάντας.