United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρόσεξε δηλαδή, αξιάγαστέ μου Κρατύλε, εις εκείνο το οποίον εγώ πολλάκις ονειρεύομαι. Άραγε θα δεχθώμεν ότι υπάρχει κανέν καθ' εαυτό &καλόν& και &αγαθόν& και ούτω καθ' εξής δι' έκαστον από τα όντα ή όχι; Κρατύλος. Εγώ νομίζω ότι υπάρχει, Σωκράτη μου. Σωκράτης. Κρατύλος. Κατ' ανάγκην θα δεχθώμεν. Σωκράτης.

Τοιαύτα 'στόν καιρόν αυτόν φαντάζομαι της ύλης, ουδ' ονειρεύομαι ζωήν αυτής ωραιοτέραν, δεν θέλω δε να λέγωμαι ουδ' άρρην ούτε θήλυς, αλλ' ούτε εις κατάστασιν ν' ανήκω ουδετέραν. Θέλω να είμαι κάτι τι 'στής γης την τρικυμίαν, μα να μην έχη όνομα εις γλώσσαν ουδεμίαν.

Αν κατορθώσω μονάχα την όψη της αυλής μας ν' αλλάξω, θα είμαι ευτυχής· για παραπάνω δεν το πιστεύω. Είμαι κ' εγώ αμαρτωλός, έχω κ' εγώ το μπόλι της γενιάς μας στο αίμα μου. Ονειρεύομαι, Ελπίδα, δεν το πιστεύεις; ονειρεύομαι πολύ και δουλεύω λίγολιγώτερο απ' ό,τι έπρεπε.

Η Αϊμά δεν απήντησεν. Επεθύμει να φύγη, και δεν ηδύνατο. Το συνέχον αυτήν αίσθημα ήτο κράμα φόβου, συγκινήσεως και δειλίας. — Μήπως ονειρεύομαι; έλεγε καθ' εαυτήν. — Πού κατοικείς; τη είπε μετ' αγαθότητος ο ξένος. Η νέα εψεύσθη. Αγνοώ αν τυχαίως ή εκ προθέσεως. — Κατοικώ πολύ μακράν, εψιθύρισεν. Αλλ' ο άγνωστος έλαβε τότε ενδιαφέρον. — Ειπέ εις ποίον μέρος, διά να σε οδηγήσωμεν εκεί.

Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι. Άμα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δυο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους.

Αλλ' ενώ ονειρεύομαι ταύτα, αλλάσσει η οπτασία, οι οφθαλμοί εκείνοι κλείονται διά μιας, η λευκή όψις ωχριά, το βρέφος δεν αναπνέει, και την βλέπω νεκράν την μητέρα του, νεκράν καθώς την είδα, καθώς την βλέπω διαρκώς ενώπιόν μου έκτοτε! Ω, διατί, το όνειρον δεν επραγματοποιήθη! Διατί; Διότι αι κατηραμέναι μου χείρες εξωλόθρευσαν την ευτυχίαν μου.

Εξ άλλου όλοι ήταν ευτυχισμένοι, αλλά σοβαροί, μέσα στη φτωχική καλύβα των Πιντόρ. «Μου φαίνεται πως ονειρεύομαι», έλεγε η ντόνα Έστερ, σερβίροντας το δείπνο στον ανιψιό, ενώ η ντόνα Ρουθ τον κοίταζε επίμονα με μάτια λαμπερά και ο Έφις έβγαζε από το δισάκι ένα βαρελάκι κρασί και έτσι όπως ήταν σκυμμένος έστρεφε για να χαμογελάσει στα αφεντικά του.

Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι απόγονοι. Μόλις είδες την Λ ί μ ν η ν τ ο υ Κ ό μ ο υ, — και αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες την δρόσον των διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος. Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν. Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον, όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην κορδέλλα, ως πολλάκιςentre-nous εννοείται, — μου συνέβη και σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των τολμηροτέρων έπαθεν η υγείαάλλων, εννοείται, η σωματική και άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλειςήσαν ως επί το πλείστον ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού, διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της

Αχ Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή είμαι έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον αγνώριστον, ο οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή τέτοιας λογής χάρες; Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ μου με θάρρος από ποίον μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ εις την Σερενδίβ.

Μήπως ο ναύαρχος Κριεζής;.....Ω Θεέ μου, ονειρεύομαι;.....Αλλά πώς μέσα εις τας αγωνιώδεις αυτάς σκέψεις μου έρχεται η ιδέα ότι η Αβάνα ονομάζεται και Χαβάνα διότι.....κόπτει καπνόν; Ο Χρήστος ο αράπης! Είνε δυνατόν; Μα δεν απέθανε λοιπόν; Ο Χρήστος ο αράπης με ψηλό, με γάντια, με λούσα τζέντλεμαν. Και ανακαγχάζει όταν με ακούη λέγοντα ότι ήλθα να χύσω το αίμα μου υπέρ των αδελφών Κουβαίων.