United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατεβαίνει ο βουτηχτής κάτω στης θάλασσας τον πάτο· μέσα σ' ένα λάστιχο κατεβαίνει μαζί του κι ο γλυκός ο Παρειανός αέρας· κάποτες βλέπεις μια φούσκα, μιαν ασπράδα που ανεβαίνει· θα πη πως ο βουτηχτής πήρε την αναπνοή του, κ' έτσι μπορείς να καταλάβης σε τι μέρος βρίσκεται ο βουτηχτής.

Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει· 435 πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον, έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα, και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο

Κι' αν Πήγασο ζητήση κάνεις για να πηδήση 'στης Μούσης το βουνό, σε σας και μόνο 'ξεύρει πως Πήγασο θα εύρη θρεμμένο και φτηνό. Αν φράκα δεν φορήτε, αν τίτλους δεν κρατήτε λαμπράς καταγωγής· κι' αν για τιμή σας φθάνη πιστοί του Μακρυγιάννη να μένετ' εκλογείς,

Όταν εβγήκαν εις τα Λειβάδια, έξω του χωρίου, ο ήλιος έκλινε ταχύς, μέσω λευκών συννέφων, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, εσφύριζεν ο άνεμος ανάμεσα στης κουμαριές και στα σχοινιά, όλα βαροφορτωμένα από χιόνια, δένδρα και θάμνους και χαμόκλαδα. Ηκούετο ελαφρός θρους χιόνος πιπτούσης εδώ κ' εκεί.

Μητέρα των θεών, μητέρα της Ιστορίας! Ειμαρμένη! Στα βάθη της Ανατολής υψώνεσαι πελώριο βουνό με μορφή γυναίκας. Η κόρη σου η Δημιουργία, όταν καθρεφτίζεται στην αγωνία της επιστήμης και στης Τέχνης την έκσταση, καίγεται απ' τον πόθο να μάθη ποια είσαι συ που την έκαμες τόσο ωραία. Το πνεύμα ζητεί το σκοπό της χειρονομίας σου, όταν τίναζες στο χάος τους κόσμους και τους νόμους των.

ΧΟΡΟΣ Κόρη της Δήμητρας! που σε λατρεύουνε σε κάθε οδό, και βασιλεύεις κάτω στης νύχτας και στης μέρας τα φαντάσματα, — ώ Περσεφόνη! οδήγησε γεμάτο το κακοθάνατο ποτήρι τώρα, που στέλν' η πολυσέβαστη κυρά, με της σταλαματιές, που απ' τον κομμένο λαιμό χύθηκαν έξω μια φορά της γήινης Γοργόνας, εις εκείνον που μπαίνει μέσ' στο σπίτι μας,— κανείς στην πόλι να μη βασιλέψη ξένος, παρά οι Ερεχθείδαι οι ευγενείς.

Οπού το παν εξιστοράς σ' ενού μυαλού τον τόπο, Ήτε κοιμάται ή αγρυπνάει, χωρίς κανέναν κόπο. Οπού τεχνών κι' επιστημών και συστημάτων βρύσι, Ζωγράφος είσαι λογιαστός στη λογιαστή τη φύσι. Εσένα κράζω βοηθόν στης συγγραφής την ύλη. Λάμψε σ' εμένα φωτεινή, κι' οδήγα το κοντύλι, Να δυνηθώ με των Μουσών την γλώσσα και τον τρόπον Να ιστορήσω, όσα ειπώ, ν' αρέσου των ανθρώπων.

Κι έτσι αγαπούν και ποθούν όλες τις όμορφες του τόπου, κι όντας βγαίνουν τη νύχτα μπαντονάδα, θα πάνε σε κάθε παράθυρο, σε κάθε μπαλκόνι, και στης αρχοντοπούλας το σπίτι και στης φτωχοπούλας το σπιτάκι να ψάλλουν τον ύμνο της ομορφιάς της, να την ξυπνήσουν να την γλυκάνουν να την συγκινήσουν, να της πούνε νάνε λιγώτερο άσπλαχνη στον πόνο του έρωτα, να της πούνε πως έχει γλυκά μάτια, καμαρωτό περπάτημα και περίσσια χάρη· να την κάμουν ν' ανεβοκατεβάση το φως, να την βγάλουν στο παράθυρο.

Θα ζητήσης τη ζωή όχι στα κόκκαλα των παπούδων σου παρά στα χέρια σου. Είσαι νέος δυνατός και θαυμαστός· είσαι... Τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι κ' οι ματιές της άστραψαν δυσκολοβάσταχτον πόθο. Το κυπαρισσένιο της κορμί ανάδευε απάνου του, σαν το διψασμένο δεντρί στης ζωής του τη βρύση. Είσαι ωραίος! πήγε να προσθέση· μα η παρθενική πορφύρα άναψε στα μάγουλα της και της τρόμαξε το αίσθημα.

Νέκρα και γύμνια κατοικεί στο φτωχικό της μείνεμα της άμοιρης Χρηστίτσας. Μα το στολίζει μέσα το σπιτάκι της, αγνή σαν του επιταφίου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Μα τομορφίζει η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της. Στης ακριβής της κόρης το ουράνιο χαμόγελο ξεχνά τα περασμένα της καλά η άμοιρη Χρηστίτσα.