United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο για μας, αν δεν απομακρύνης μια για πάντα τον ανηψιό σου, θα τραβηχτούμε στης βαρωνείες μες παίρνοντας και τους γείτονες μας μακρυά από την αυλή σου, γιατί δεν μπορούμε ν' ανεχτούμε να μένη περισσότερο εδώ. Βασιληά, διάλεξε μεταξύ των δυο! — Άρχοντες, μια φορά επίστεψα στα βρωμερά λόγια που λέγατε για τον Τριστάνο, και μετάνοιωσα.

Επρόβαλε με τη μακριά του σκούπα στα χέρια, αγνάντια στης Επιστασίας την ολάνοιχτην πόρτα. Ακούμπησε τα χέρια λερά και ξεμανίκωτα στο μακρύ του σκουπόξυλο, να ξεκουραστή. Εσήκωσε τα μάτια κατά τα παραθύρια του Ένα απάνω. Εχαμογέλασε πονηρά ο Γέρο-Ντούντουνας κ' εχαμήλωσε τη λοξή τη ματιά του κάτω στα πεζούλια.

Γιατ' οι Βουλευταί μας πρώτα είχαν έθιμο καλό• και κανένας δεν τολμούσε να ζήτηση οβολό• κι' όλοι έπαιρναν μαζύ τους, στον καιρό του Μυρρωνίδη, έν' ασκί νερό, ψωμάκι, τρεις εληές κ' ένα κρομμύδι. Σήμερα, για να σκεφθούνε στης πατρίδος το καλό, θέλουνε κ' ημεροδούλι, λες και κουβαλούν πηλό. Σημ. Μετ.

Σαράντα μέρες πέρασαν, σαράντα μερονύχτια, Κι’ απάνω στη σαράντα μια, πριν ανατείλη ο ήλιος, Πετιέται ο Γιάννος, σα ζουρλός, πο το παχύ κρεβάτι, Αφίνει τη μαννούλα του στην αγκαλιά του ύπνου. Ζώνεται τ’ αλαφρό σπαθί κ’ αδράχνει το κοντάρι Και τρέχει-τρέχει, σαν πουλλί, σα γλήγορος πετρίτης, Και πάη στης Μάρως το χωριό, στ’ αρχοντικό της Μάρως.

Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.

Τα κάλλη σου κι' η χάρες σου ποιο δεν υποδουλώνουν; Καθένα αρπάζουν άξαφνα, βαριά τον αλυσόνουν. Αν σ' ίδα και σ' αγάπησα σε τι έσφαλλα ο καϋμένος; Ο Έρως βρόχι μώστησε, και βρέθηκα πιασμένος. Και τώστησε ο παμπόνηρος στης κόραις των ματιών σου, Χωρίς φτερά μ' απόθισε παιγνίδι των χεριών σου.

Τόννοιωσε από τη συζυγική της πίστη και φρονιμάδα, από ταρίφνητα ψυχικά της, από τη συμπάθεια της προς όσες δύστυχες βρισκόντανε στης παραλυσίας τα βάθια και τις βοηθούσε να ξαναγυρίσουνε σε τιμημένη ζωή. Μα ακόμα πιο τέλεια την έννοιωσαν όταν πρόβαλε ηρωικιά κι ατρόμητη, κι αποφασισμένη στην περίφημη στάση του Νίκα. Εκεί θα τη δούμε την αντρίκια της θέληση.

Αχ και νάξερα, κόρη μου, πως θα με συχωρέσης γι' αυτό το κρίμα, κι ας πέθαινα, ας πέθαινα να μην κλαίγω τη στέρησή σου. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Λείψανο από μακριά γυρίζει την κόχη τον δρόμου. Ψαλμωδίες από μπρος, κι από πίσω σιγανά μυρολόγια. Οι γειτόνισσες στέκουνται και κοιτάζουνε λυπημένες. ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ Περμ.

Ίσως και συ με τον καιρό θα με ευχαριστήσης. ΑΔΜΗΤΟΣ Ούτε από περιφρόνησι ούτε για εχθρό σ' επήρα και σούκρυψα της άμοιρης γυναίκας μου την τύχη. Αλλά στης τόσες λύπες μου ακόμα μία λύπη θα ήτανε να σ' έβλεπα σ' άλλον να πας να μείνης. Ήταν για μένα αρκετόν να κλαίω τη συμφορά μου.

Τα φερσίματά τους δεν ήταν σύμφωνα με τη θέση και την επιστήμη τους. Εκείνοι όμως αδιαφορούσαν. Καθένας έλεγε τη γνώμη του θεμελιωμένη στης αλήθειας τ’ ασάλευτα θεμέλια· και πάσχιζε να τη φορτώση στον άλλον με όλα τα μέσα του λόγου. Τ' αδύνατα κορμιά τους μέστωναν και ψήλωναν, λες και νέο αίμα επότιζε τις φλέβες τους.